Friday, June 29, 2007

Παιχνίδια με τη φωτιά (που καίει τα δάση)

Πριν μια βδομάδα προετοίμασα το μάθημα της Γεωγραφίας στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο που διδάσκω. Επρόκειτο να εξετάσουμε τα ελατοδάση της χώρας μας και είχα μαζέψει αρκετό υλικό για να δείξω στα παιδιά ότι τα ψηλά έλατα που στολίζουν σπίτι τους για δεκαπέντε το πολύ μέρες τα Χριστούγεννα χρειάζονται περίπου 50 χρόνια για να μεγαλώσουν. Όλα μαζί τα παιδιά της τάξης δεν συγκεντρώνουν αυτό τον αριθμό αν αθροιστεί η ηλικία τους. Θα τους το έλεγα αυτό για να σαστίσουν με το μέγεθος και να αναρωτηθούν για λίγο αν χρειάζεται να κόβεις ένα δέντρο μόνο και μόνο για να τοποθετείς πάνω του στρογγυλές μπάλες, χρυσές κορδέλες και πολύχρωμα φωτάκια, απουσία οποιουδήποτε συμβολισμού. Τα παιδιά φοβούνται συνήθως με ό,τι δε χωράει στις αριθμητικές πράξεις που ξεκινάνε να κάνουν με τη βοήθεια των δαχτύλων των χεριών τους. Για παράδειγμα, αν χρειαστεί να μετρήσουν με τα δάχτυλα για να βρουν το άθροισμα μιας πρόσθεσης και το νούμερο υπερβαίνει το 10, μπορεί και να βάλουν τα κλάματα, όχι γιατί θα τους μαλώσω, σιγά δεν είμαι και τόσο υπερβολικός, αλλά επειδή στιγμιαία σκέφτονται " πού πήγαν τα άλλα μου δάχτυλα, βοήθεια, δεν έχω άλλα δάχτυλα, δεν θυμάμαι που άφησα τα δάχτυλά μου, καλά μόνο αυτά τα δάχτυλα είχα, κύριε κάποιο άλλο παιδί μου πήρε τα δάχτυλα από τη τσάντα, εγώ τα είχα στην κασετίνα μου" κτλ... Ο φόβος τους είναι φυσιολογικός, αφού τόσα δάχτυλα διαθέτουν, ενώ θα ήταν τελείως διαφορετικός αν θέταμε το ίδιο αριθμητικό πρόβλημα σε μια σαρανταποδαρούσα φερ'ειπείν. Τελικά, μετά τον πρόσφατο αφανισμό του δάσους που θα αποτελούσε το πιο οικείο και χειροπιαστό παράδειγμα για τους μαθητές μου, δεν τους μίλησα για τα δάση αλλά για τους λόγους που αυτά εξαφανίζονται. Και η ανταπόκρισή τους υπήρξε θερμή. Διότι μπορούσαν εύκολα να μετρήσουν και να απαριθμήσουν τους λόγους αφανισμού τους καθότι, ως γνωστόν, χωράνε στα δάχτυλα ενός χεριού: εμπρησμός, ασυνειδησία, καταπάτηση, διαταραχή, πλάκα. Και όλα έδειχναν πολύ χαρούμενα γιατί πίστευαν ότι αυτόν τον αριθμό, το 5, θα το θυμούνται εύκολα. Όχι που θα τους χρειαστεί βέβαια αργότερα.

Βιολογικός καθαρισμός

Με αφορμή την αποσπασματική παρακολούθηση ενός τηλεοπτικού προγράμματος χθες και σήμερα, σε διαφορετικές ώρες και σε διαφορετικές εκπομπές έκανα τον ακόλουθη σκέψη: Ο τηλεοπτικός χρόνος "γεμίζει" και ανακατεύεται περίπου με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο βιολογικός καθαρισμός των λυμάτων πριν διοχετευθούν στη θάλασσα. Δηλαδή όλα τα σκατά, απόνερα, αποφάγια, αποκαίδια, απορρίματα εν γένει της καθημερινής μας ζωής κυκλοφορούν σε διάφορα κανάλια και μεταφέρονται σε μια κεντρική δεξαμενή. Εκεί γίνεται ο διαχωρισμός και η επεξεργασία τους για να κυκλοφορήσουν και πάλι σε άλλα κανάλια, αυτή τη φορά όμως ομαδοποιημένα, δηλαδή τα σκατά με τα σκατά, τα αποφάγια με τα αποφάγια και ούτω καθεξής, μέχρι να χωνευτούν στη θάλασσα.
Τη διαδικασία αυτή πλαισιώνουν και επιβλέπουν κάποιοι ειδικοί (σε τι;) και αποφαίνονται ότι τα σκατά αυτά δεν έπρεπε να μπουν στο ίδιο κανάλι με τα προηγούμενα, γιατί δεν είχαν υποστεί την απαραίτητη επεξεργασία ή τα απόνερα αυτά φέρουν στη σύστασή τους σωματίδια που δεν επιτρέπεται να έρθουν σε επαφή με τα σωματίδια που βρίσκονται στα αποφάγια, τα οποία κινούμενα πλησίον του καναλιού στο οποίο πλέουν τα απόνερα, εγκυμονούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις δεν κρύβουν και την έκπληξή τους αναφορικά με τις παρεκτροπές της συμπεριφοράς που εκδηλώνουν τα ως άνω απορρίματα και κυρίως εξαιτίας της κυκλοφορίας τους σε κανάλια που κανονικά θα έπρεπε να απαγορεύεται. Βέβαια, όλες οι παρεκτροπές που φαίνεται να προκαλούν τις έντονες συζητήσεις είναι τελείως σκηνοθετημένες, όπως ακριβώς γίνεται και στα δελτία ειδήσεων: Πώς μπήκαν τα σκατά αυτά σε αυτό το κανάλι και κυρίως γιατί έχουν αυτό το χρώμα; μπορεί να είναι η απορία που εκφέρεται από τον ειδικό με τον ίδιο τρόπο που ένας εκφωνητής ειδήσεων, έχοντας ως πρότυπο τον τύπο του δημοσιογράφου που δεν μασάει τα λόγια του, αναμασά περίπου τα παρακάτω: Είναι να απορεί κανείς για αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα. Οι πολίτες εύλογα αναρωτιούνται πού είναι το κράτος, κ. Υπουργέ, πού είναι η πολιτεία να σβήσει τη φωτιά...

Κι έτσι γεμίζει ο τηλεοπτικός χρόνος και ανακυκλώνεται το ίδιο προιόν, το οποίο όταν απομακρύνεται από τους τηλεοπτικούς δέκτες καθαρίζεται βιολογικά, δηλαδή αναμιγνύεται με τα υπόλοιπα λύματα μέχρι να ξεχαστεί τελείως η πηγή της προέλευσής τους και να αλλοιωθεί η εξωτερική τους εμφάνιση. Τότε, δημιουργείται ένα νέο προιόν που παραπέμπει στο αμέσως προηγούμενο, εξαιτίας του ότι φέρει γνωρίσματα, χαρακτηριστικά της κατηγορίας στην οποία ανήκει. Είναι κάπως σαν τα μεταλλαγμένα καλαμπόκια που τα κίτρινα σπυριά τους είναι και το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει σε αυτά.
Ωστόσο, βλέπω ένα καλαμπόκι δεν σημαίνει πια ότι αυτό είναι ένα καλαμπόκι. Έτσι και ο τηλεοπτικός μας χρόνος. Βλέπω ΤιΒι δεν σημαίνει ότι ο χρόνος που περνάω μπροστά της είναι τηλεοπτικός. Το αντίθετα μάλιστα. Αυτός δεν ανακυκλώνεται ούτε καθαρίζεται βιολογικά.

Wednesday, June 13, 2007

Desde lejos llegó,
casual furtiva música de peces
polizonte en la quilla de un velero mayor
abrió ávida, el salon la despensa
con manteles de mimbre los rincones cubrió
sus marcos de azul tiñeron las puertas
y pleamar la voz
alcanzo las cornisas.

(Emma Fernández, Libro de poesía PIÉLAGOS, pag.13)

Έφτασε από μακριά
τυχαία μουσική ψαριών λαθραία
ταξιδεύοντας στ' αμπάρι ενός ιστιοφόρου
άνοιξε με λαχτάρα, το σαλόνι την αποθήκη
με τραπεζομάντηλα ιτιάς κάλυψε τις γωνιές
τα ίχνη της γαλάζιο βάψαν τις πόρτες
και πλημμυρίδα η φωνή
έφτασε στο γείσο.

(Emma Fernández, Ποιητική συλλογή ΠΕΛΑΓΟΣ, σελ.13)

Tuesday, June 12, 2007

Κυνηγώντας μια θέση στον ήλιο

Από μικρό παιδί μου άρεσε το κυνηγητό. Σε ποιο παιδί δεν άρεσε, άλλωστε. Απλά τολμώ να πω ότι λαχταρούσα τόσο πολύ αυτό το παιχνίδι, που για ένα διάστημα μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να το παίζω με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς. Φυσικά, ο μόνος ρόλος που μου άρεσε ήταν αυτός του κυνηγημένου. Ούτε λέξη να κάνω τον κυνηγό.
Σήμερα, έχοντας πια φτάσει την περίφημη ενηλικίωση, εξακολουθώ να παίζω το ρόλο του κυνηγημένου, με τη βασική διαφορά ότι το παιχνίδι έχει αλλάξει, το ίδιο και οι κανόνες του.
Το κυνηγητό ήταν διασκεδαστικό όσο διαρκούσε το καλοκαίρι. Με άλλα λόγια, το τρέξιμο, το λαχάνιασμα, ο ιδρώτας, η σκόνη, οι φωνές, το γέλιο, οι αψιμαχίες, το βρίσιμο και το σμπρώξιμο αποτελούσαν και αποτελούν τα συστατικά ενός συνηθισμένου απογεύματος καλοκαιριού για παιδιά ηλικίας 9 έως 15 ετών. Τα ίδια ως άνω συστατικά, εάν βρεθούν σε περιβάλλον και θερμοκρασία διαφορετική, δίνουν ένα αποτέλεσμα που δεν προσεγγίζει στο ελάχιστο την ανάμνηση εκείνων των παιδικών απογευμάτων. Προφανώς η μνήμη, έχοντας αιχμαλωτίσει εκείνες τις οσμές σε πραγματικό χρόνο και με συγκεκριμένα δεδομένα τόπου και χρόνου, περίπου με τον τρόπο που ο θεοδόλυχος μετρά και εμφανίζει στο κάτοπτρο τις διαστάσεις ενός οικοπέδου, τις κατηγοριοποιεί στη συνέχεια για να μπορεί κανείς να ανακαλεί τα περασμένα (άθελά του;) κάθε που δέχεται ένα ικανό ερέθισμα, όπως έντονη οσμή, κνησμός, κράμπα κτλ.
Ομολογώ ότι ξέφυγα από αυτό που αρχικά έλεγα, αλλά όχι τελείως. Μιλώντας λοιπόν για το κυνηγητό στην παιδική ηλικία και τρώγοντας ένα παγωτό ξυλάκι μιας γεύσης, κατά προτίμηση κακάο, θα περίμενα να επανέλθει στο προσκήνιο το σκονισμένο σανδάλι με το κοντό σορτς και το βρώμικο στο λαιμό και την πλάτη μπλουζάκι. Αμ δε. Το κυνηγητό έχει γίνει κυνήγι και ο κυνηγός δεν είμαι εγώ. Για την ακρίβεια αποτελώ το θήραμα ενός κυνηγιού που λαμβάνει χώρα όπως ακριβώς το κυνηγητό στα 13, μόνο που τώρα το τρέξιμο είναι αγγαρεία, το λαχάνιασμα αγχωτικό, ο ιδρώτας ενοχλητικός, η σκόνη ανεπιθύμητη, οι φωνές εκκωφαντικές, το γέλιο ισχνό, οι αψιμαχίες κανονιοβολισμοί, το βρίσιμο βρισίδι και το σπρώξιμο μπουνιές.
Στην ουσία, η κυνηγητική περίοδος έχει αρχίσει από καιρό και η διάρκειά της έχει παραταθεί σιωπηλά και για αόριστο χρόνο, εφόσον κανένα από τα μέρη, τόσο ο κυνηγός όσο και ο κυνηγημένος, δεν έχουν εκφράσει ρητώς καμία αντίρρηση μέχρι σήμερα.