Wednesday, August 29, 2007

Εγκλωβίστηκα μέσα, εγκλωβίστηκα έξω

Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι νερό και στο άλλο την κορνίζα με τη φωτογραφία του παιδιού της που πλέον δεν ζει. Σήκωνε την κορνίζα στο ύψος των ματιών της και ψέλλιζε κάτι από μέσα της -δεν έβγαζα νόημα- και τη ρωτούσα αν χρειάζεται κάτι και δεν με κοιτούσε, το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην κορνίζα.
Φορούσε πρόχειρα ρούχα, σαγιονάρες και ποδιά και ήταν αναμαλλιασμένη από τον αέρα που φυσούσε όλη τη μέρα. Το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό και μαυρισμένο, ακριβώς όπως ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας αυτό το απόγευμα. Εγώ σε ένα διαρκές πήγαινε-έλα και αυτή ακίνητη, όρθια, δίπλα στο κρεβάτι του δωματίου που ήταν και κουζίνα και σαλόνι και κρεβατοκάμαρα ταυτόχρονα.
Σε λίγα λεπτά θα πρέπει να εκκενώσουμε το χωριό γιατί η φωτιά μαίνεται ανεξέλεγκτη. Της είπα "μαίνεται ανεξέλεγκτη" και δεν μου απάντησε. Προλαβαίνω να πάω στο μέρος; μου λέει ξαφνικά και γω δεν καταλαβαίνω ποιο μέρος εννοεί και απαντάω ότι πρέπει να φύγουμε πριν εγκλωβιστούμε. Της λέω "εγκλωβιστούμε" και τρέχει έντρομη στο μπάνιο, κλειδώνεται μέσα και μου λέει να φύγω.
Σε 3 λεπτά θα βγω στον αέρα και στον αέρα σε λίγο δεν θα επιχειρούν τα κανανταίρ, ούτε θα τα ντουμπλάρουν τα κασκαντέρ και πρέπει να απομακρυνθούμε για την ασφάλειά μας και για να μη θρηνήσουμε περισσότερα θύματα σε αυτήν την εθνική τραγωδία που παίζεται σε παγκόσμια πρώτη κοντά στο αρχείο θέατρο της Επιδαύρου.
Είσοδος ελεύθερη.

Monday, August 27, 2007

Σιγή

Για τις επόμενες μέρες το ιστολόγιο θα φοράει μαύρα σε ένδειξη πένθους για όσα χάθηκαν στη φωτιά, όπως ενδεικτικά την κατσίκα με την οποία έπαιζε ένα παιδί στο χωριό τη στιγμή που στην πόλη τα παιδιά βλέπουν την κατσίκα ζωγραφιστή στη σελίδα ενός εικονογραφημένου βιβλίου, τη ρεματιά που είναι μια λέξη που μπορεί να μη συναντήσεις ποτέ αν δεν βρεθείς σε μια ρεματιά, το πεύκο, το κυπαρίσσι, το πλατάνι, το έλατο, το ελαιόδεντρο, το πουρνάρι, όλα ουδέτερου γένους αλλά καθόλου ουδέτερης σημασίας, το σπίτι με την εντοιχισμένη ιστορία από ντόπια πέτρα, τη θέα που πρασίνιζε τα μάτια με φυσικό τρόπο, ακόμη κι αν ήσουν καστανομάτης/α, την αγωνία, τον τρόμο, την απελπισία, το θυμό, τη λύπη και όλα τα συναισθήματα για τη διατύπωση ή περιγραφή των οποίων δεν επαρκούν οι λέξεις ή ο συνδιασμός τους σε αυτή ή σε άλλη γνωστή γλώσσα, και τέλος τον άνθρωπο που έγινε γκρι ανάμνηση χωρίς σώμα σε λιγότερο από 5 λεπτά.

http://anadasosi.blogspot.com/

Sunday, August 26, 2007

Monday, August 20, 2007

Καθυστέρηση

Κούρδισα κι εγώ την ευτυχία να χτυπήσει
την ώρα που θα ξυπνάω, μα
χάλασε ο λεπτοδείκτης,

κόλλησε στη διαδρομή της ελλειπτικής πορείας
και τα δευτερόλεπτα
δεν έφτασαν ποτέ
στον προορισμό τους.

Να ξυπνήσει κανείς ή να μην ξυπνήσει;
Ιδού η απορία που σέρνεται τώρα επιφυλακτικά
στη ναρκοθετημένη περιοχή της ακροτελεύτιας διάταξης
ενός τυχαίου γεγονότος.

(σαν) παροιμία

Κρύβε λόγια μπας και βγει τίποτα στη φόρα.

Sunday, August 19, 2007

Ένα σαλάχι κεντάει στο βυθό (απόσπασμα από σιέστα μεσημεριού)

Θέλω να ξυπνάω κάτω από μια συκιά τα πρωινά του δεύτερου δεκαήμερου του Αυγούστου, να κόβω δύο ώριμα σύκα και να τα τρώω.
Μου αρκεί να υπάρχει μια λεμονιά έξω από το παράθυρο της κουζίνας για να καλύπτει τις μυρωδιές από το τηγανητό ψάρι. Έτσι δεν χρειάζεται να ανάψω τον απορροφητήρα, γιατί αν το κάνω μπορεί να ζαλιστώ, να ξεχαστώ και να πάω να στύψω ένα λεμόνι πάνω του, καταστρέφοντας τη λεία γεύση του.
Μια γλάστρα με βασιλικό τοποθετημένη δίπλα στην είσοδο του σπιτιού αποτελεί ιδανική λύση για ένα πρόχειρο ξέπλυμα των δαχτύλων που πατούσαν κομβία ασανσέρ, ακουμπούσαν χερούλια λεωφορείου και ξεφύλλιζαν εφημερίδες πριν μπω στο σπίτι.
Αν μπορούσα να ξεπατώνω ένα φρέσκο κρεμμύδι από τον κήπο μου (αχ, πού είσαι κήπε;) κάθε φορά που φτιάχνω σαλάτα μαρούλι, θα κατανοούσα καλύτερα τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα δύο αυτά υλικά και τη μοναξιά που νιώθουν όταν κάποιο από αυτά απουσιάζει από το κοινό πιάτο.
Κάθε φορά που χρησιμοποιώ ένα κλωναράκι δεντρολίβανο θυμάμαι την έκπληξη που δοκίμασα όταν πλησίασα για πρώτη φορά κάτω από το δέντρο αυτό και μου ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι μπορεί να γίνει τόσο μεγάλο (ήμουν πεπεισμένος ότι ήταν μικρός θάμνος, σαν τη ρίγανη), διότι εκείνη τη στιγμή η λέξη δεντρολίβανο απόκτησε μέσα μου όγκο, εκτός από άρωμα.
Οι πατάτες μπορεί να είναι κίτρινες ή άσπρες. Οι πατάτες όμως που ευγνωμονώ έχουν αποχρώσεις πορτοκαλί - καφέ, που δημιουργήθηκαν χάρις την ανάπαυσή τους σε βαθύ τηγάνι με καυτό λάδι πάνω στο πετρογκάζ.
Το νεράτζι γίνεται γλυκό του κουταλιού που μπορεί να σου αρέσει ή να μη σου αρέσει. Αν όμως δεν σου αρέσει η ευωδιά των νερατζιών κατά τις επτά και μισή το απόγευμα στη Μπενάκη και στους κάθετους δρόμους περί τα τέλη Απρίλη, είναι μάταιο να δοκιμάσεις το γλυκό του κουταλιού που λέγαμε πριν.
Κοιμάμαι και ακούω τα τζιτζίκια σημαίνει ότι ακόμη έχω δικαιολογία να ονειρεύομαι τη θάλασσα. Όχι πως αν πάψουν το τζι τζι τζι θα στερηθώ το εν λόγω δικαίωμα. Απλά, δεν θα έχω πια την ίδια δικαιολογία.
Μια παστή σαρδέλα κουβαλάει στο σώμα της το αλμυρό ημερολόγιο του πρώιμα χαμένου βίου της.
Η χιονισμένη σου ράχη, ω κουραμπιέ! είναι όλη σου η γοητεία.
Ένα κεφτεδάκι αρκεί για να έρθει το τάπερ στην παραλία.

Βρείτε τον καιρό και αυτός θα σας ανταμοίψει.

Thursday, August 16, 2007



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Χ 32

Saturday, August 11, 2007

Απορίες

Ποια ζώα της ζούγκλας δεν πάνε διακοπές;

Wednesday, August 1, 2007

Πείνα

Έκατσε με το ιδρωμένο πουκάμισο στο τραπέζι που έβλεπε στη θάλασσα και από το πιάτο που βρέθηκε μπροστά του έπιασε με τα βρώμικα χέρια του μια φέτα φρέσκο ψωμί και τη λαχταριστή μπριζόλα που ευωδίαζε ξύδι και ρίγανη. Με μια απότομη κίνηση καταβρόχθισε το κομμάτι του κρέατος πετώντας το κόκκαλο στο χώμα ενώ αμέσως μετά δάγκωσε με μανία το ψωμί, σαν να του είχε φταίξει σε κάτι. Με τα ίδια βρώμικα χέρια έπιασε μετά το κρύο μπουκάλι μπύρας που επίσης βρισκόταν δίπλα του και την ήπιε όλη μονοκοπανιά. Το τεράστιο λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε σε κάθε γουλιά που κατάπινε και η παλινδρόμηση της κίνησης αυτής προκαλούσε ίλιγγο σε όποιον τύχαινε να τον παρακολουθεί. Οι σταγόνες του ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του και αναμειγνύονταν με τη σκόνη που είχε κολλήσει σε όλο του το πρόσωπο, δημιουργώντας καφεκόκκινα αυλάκια κατά μήκος αυτού, σαν να επρόκειτο για ανάγλυφο χάρτη με τις αποστάσεις που είχε διανύσει από τα ξημερώματα που ήταν στο πόδι. Ρεύτηκε και χαμογέλασε ευτυχισμένος. Μετά σηκώθηκε όρθιος και ανασήκωσε το μισοξεκούμπωτο παντελόνι του από το οποίο φαινόταν η σχισμή του κώλου του μόλις έσκυβε, προσπάθησε δε να ζώσει το ανοιχτό του πουκάμισο, ανεπιτυχώς. Φεύγοντας έριξε ένα βλέμμα στο τραπέζι μας που δεν ήταν ούτε απαξιωτικό ούτε φιλικό. Ήταν ένα βλέμμα. Χωρίς να μας βλέπει ενδεχομένως. Απλά μας προσπέρασε όπως θα προσπερνούσε ένα βράχο ή κάποιο άλλο εμπόδιο στο δρόμο του. Περπατούσε αργά αλλά όχι βαριεστημένα και σε κάθε του βήμα η βρώμικη σαγιονάρα σήκωνε ένα μικρό σύνεφο σκόνης.
Μέσα σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από το οπτικό μας πεδίο και ο ήλιος έριχνε τώρα τις καυτές ακτίνες του μέσα από τα κενά που δημιουργούσε η κληματαριά πάνω από τα κεφάλια μας με αποτέλεσμα να πρέπει να μετακινηθούμε όλοι γιατί κανείς δεν βολευόταν με τόση ζέστη και τον ήλιο φάτσα και όλοι ενοχλούνταν, επιδεικνύοντας έντονη δυσαρέσκεια και δυσφορία, ενώ ο ταβερνιάρης δεν εμφανιζόταν για να ζητήσουμε λογαριασμό και να φύγουμε προς την καβάτζα στα δέντρα για λίγη δροσιά και ύπνο.
Σε ελάχιστα λεπτά, δύο άτομα από την παρέα είχαν ήδη λογομαχήσει για ασήμαντη αφορμή, μια κοπέλα έκανε μούτρα στο αγόρι της χωρίς να ξέρει κανείς το γιατί, ένας άλλος πήγαινε τουαλέτα, μια κοπέλα έψαχνε τον ταβερνιάρη για το λογαριασμό, ένας άλλος έστελνε μήνυμα με το κινητό, εγώ διαμαρτυρόμουν γιατί είχαμε αφήσει τα περισσότερα πιάτα γεμάτα ενώ επέμενα να μην παραγγείλουμε τόσα πολλά και μια κοπέλα δίπλα μου καθόταν αμίλητη.
Δεν ξαναπήγαμε διακοπές όλοι αυτοί μαζί.

Να περάσω;