Thursday, March 29, 2007

Γιατί διασχίζω πάντα τους δρόμους από τις διαβάσεις των πεζών.

Με πλησιάζει σήμερα ένα τύπος την ώρα που ετοιμαζόμουν να περάσω το δρόμο και μου λέει: Για να γίνω υπάλληλος στη Βουλή; (Μικρή παύση). Για να γίνω υπάλληλος στη Βουλή; επιμένει στην ερώτησή του ο άγνωστος.
Όπως είναι φυσικό, το πρώτο πράγμα που τσεκάρεις σε κάποιον όταν σου απευθύνει μια παρόμοια ερώτηση είναι τα παπούτσια. Τα παπούτσια διηγούνται τις πιο αληθινές ιστορίες και μάλιστα αβίαστα. Απλά στρέφεις το βλέμμα σε αυτά και σε κλάσματα δευτερολέπτου έχεις έτοιμη την ιστορία της ζωής του ατόμου που τα φοράει, με μια απόκλιση από την πραγματικότητα κατά 4,6 % περίπου.
Εν προκειμένω, δεν δυσκολεύτηκα να συμπεράνω ότι ο άνθρωπος που μου έκανε αυτή την ερώτηση (με σοβαρό τόνο) έμενε στο δρόμο εδώ και πολυ καιρό, δεν είχε λεφτά για να αγοράσει τα στοιχειώδη και περιπλανιέται στην πόλη αναζητώντας δουλειά. Ή περιπλανιέται στην πόλη αναζητώντας την περιπλάνηση σε μια πόλη που δεν ευνοεί την περιπλάνηση. Σε κάθε περίπτωση με έβαλε σε σκέψεις για το αν έπρεπε να του απαντήσω κάτι, αλλά δεν ξέρω αν το έκανα από ευγένεια ή αν πραγματικά το ερώτημά του με είχε βάλει σε σκέψεις για το πώς μπορεί να γίνει κανείς υπάλληλος στη Βουλή. Το είδος του υπαλλήλου ήταν αδιάφορο. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται να ίσχυε για τον ενδιαφερόμενο. Προφανώς, η Βουλή αποτελούσε για αυτόν το άβατο, το χώρο στον οποίο ποτέ δεν θα είχε πρόσβαση με αυτά τα παπούτσια.
Δεν είπα τίποτα, χαιρέτησα συγκαταβατικά με το πιο αμήχανο νεύμα που διαθέτω και άρχισα να διασχίζω το δρόμο. Στα μισά της διαδρομής, κι ενώ ήμουν σίγουρος ότι με ακολουθούσε, έστρεψα διακριτικά το πρόσωπό μου προς τη μεριά του και τον είδα να παραμένει σταθερά, κάτω από τον πράσινο Γρηγόρη του σηματοδότη. Και βλέποντάς με να τον κοιτάω μου φωνάζει: Δηλαδή πρέπει να περιμένω ως τις επόμενες εκλογές;
Κόντεψα να πέσω σε ένα αμάξι.

Wednesday, March 28, 2007

Απροειδοποίητη επίσκεψη

Αν οι λέξεις μπορούσαν να παράγουν ενέργεια
και κάθε τους γράμμα αποτελούσε πρώτη ύλη
ή καύσιμο,
τα λόγια που μόλις μου συστήθηκαν
της φράσης που με πλησίασε μόνη της
θα αρκούσαν
για να κατασκευαστούν εκείνες οι αναγκαίες υποδομές
που θα έθεταν σε κίνηση τις αλυσίδες παραγωγής
όλων των ονείρων
στα οποία θα αποκτούσαν πρόσβαση,
χωρίς καμία επιβάρυνση,
οι ένοικοι αυτής της πολυκατοικίας.



Tuesday, March 27, 2007

Πιστός στο καθήκον (για πόσο;)

Σήμερα έλαβα την εντολή να βαφτίσω εκείνον, τον ερχομό του οποίου είχα προ πολλού προφητέψει. Κανονικά, ως προφήτης που είμαι, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι θα αναλάβω (και) το ρόλο του αναδόχου, παρόλα αυτά όμως, μέχρι και σήμερα δεν είδα ούτε ένα σημάδι, δεν είχα το παραμικρό όραμα αλλά ούτε και πέρασε ποτέ από το μυαλό μου η σκέψη της βάφτισης ενός προσώπου, την έλευση του οποίου προετοίμαζα με λόγια και με πράξεις κατά το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου.
Τώρα αν με ρωτήσετε πώς αισθάνομαι, ειλικρινά δεν θα ξέρω τι να απαντήσω. Τα συναισθήματα είναι τουλάχιστον ανάμικτα. Από τη μια υπάρχει σίγουρα άγχος διότι η καλλιέργεια της σχέσης πνευματικού πατέρα - υιού αποτελεί για μένα το απέραντο άγνωστο, τη λευκή σελίδα στην οποία δεν βρίσκω τίποτα να γράψω και όταν παρ'ελπίδα βρίσκω κάτι δεν γράφει το στυλό που κρατάω στα χέρια μου. Προφανώς, το γεγονός ότι δεν έχω βιώσει προσωπικά την πατρότητα ως τώρα, συντελεί στην επίταση του φόβου που μου προκάλεσε η σημερινή είδηση, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν εγώ και το πρόσωπο που καλούμαι να βαφτίσω δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ.
Από την άλλη σκέφτομαι ότι τέτοιες ευκαιρίες δίνονται μια στο εκατομμύριο, ίσως και μια στην αιωνιότητα (αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι δεύτερη ζωή δεν έχει). Με αυτή τη σκέψη λοιπόν ανακουφίζομαι κάπως, τόσο όσο για να μην τρέμω την ώρα που θα βουτάω με το χέρια μου στο ποτάμι το κεφάλι εκείνου που το τελευταίο πράγμα το οποίο χρειάζεται είναι η δική μου ευλογία, για να λέμε και του στραβού το δίκιο.
Μέσα σ΄όλα, έρχεται να προστεθεί και αυτή η διαβολεμένη αμφιβολία για το αν το πρόσωπο που θα εμφανιστεί μπροστά μου μια ωραία πρωία και που θα κληθώ να βαφτίσω είναι αυτό για το οποίο θυσίασα κυριολεκτικά την προσωπική μου ευτυχία στο δύσκολο αλλά έντιμο βίο μου. Κι αυτό είναι εύλογο καθώς, όπως προείπα, δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ και από ότι κατάλαβα δεν θα ξανασυναντηθούμε και ποτέ, πέραν της σύντομης τέλεσης του σχετικού μυστηρίου.
Όλα αυτά, και κυρίως το ότι έπεσα έξω σε μια τόσο σημαντική πρόβλεψη (δεν είναι και λίγο άμα το καλοσκεφτείς) με βάζουν σε σκέψεις, με μπερδεύουν, με αγχώνουν, με στεναχωρούν, με κάνουν να κλαίω, με κάνουν να μη θέλω, με κάνουν να φοβάμαι, μου κλονίζουν την πίστη, μου αλλοιώνουν την εικόνα, μου χαλάνε τη συνταγή βρε αδερφέ και λυπάμαι που το λέω έτσι αλλά έτσι είναι. Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να αρθρώσω λέξη όταν έρθει εκείνη η ώρα. Το πολύ πολύ να αναφωνάξω έκπληκτος και να επιχειρήσω καμιά παρομοίωση ή μεταφορά (σαν κι αυτές που μου αρέσει να σκέφτομαι συχνά) του τύπου "Πώς θα φωτίσει ο λύχνος το Φως" και άλλα παρόμοια, σε ένδειξη της ταπεινής μου πίστης. Το ξέρω ότι ακούγεται κοινότοπο αλλά εγώ επένδυσα σε αυτήν την πίστη διότι πίστεψα ότι πιστεύοντας η πίστη σε ανταμοίβει με μια πιο ισχυρή και ενισχυμένη πίστη. Αντίθετα όμως από αυτό, βρίσκομαι σήμερα ενώπιον της μέγιστης αμφιβολίας που έχω αντιμετωπίσει ως τώρα και νιώθω σαν παιδάκι που του λύθηκε από το χέρι το κορδόνι με το μπαλόνι ηλίου και έμεινε να το κοιτάζει απορημένο στο ταβάνι του δωματίου του, χωρίς να μπορεί να το φτάσει.

Friday, March 23, 2007

(Σαν) ξαφνική καταιγίδα

Τα λόγια έρπουν στο φλοιό του ενορχηστρωμένου ξελογιάσματος
και μετά βίας συγκρατώ το γλιστερό μου γέλιο
φοβούμενος
ότι η παραμικρή αδέξια κίνηση του κορμιού του χαχανητού
είναι ικανή να προκαλέσει κυματοειδείς αντιδράσεις
παρασύροντας τα οδοφράγματα των οφθαλμών
τσακίζοντας τις τέντες των ήχων
γκρεμίζοντας τις γέφυρες των στεναγμών.

Tuesday, March 20, 2007

Λυπάμαι

Έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής της μόνη, σε ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο, από το οποίο πια βγαίνει όταν χρειάζεται ελάχιστες προμήθειες ή φάρμακα, η γρια του τρίτου ορόφου μου ζήτησε τις προάλλες στην εξώπορτα της πολυκατοικίας να κάνω κάτι για να διακόψω τη ρουτίνα της. Μου το ζήτησε μάλιστα έτσι, τελείως ξερά.
Αρχικά ξαφνιάστηκα με αυτό που μου ζητούσε αλλά έπειτα της είπα ότι κάτι θα κάνω και τη ρώτησα αν θα είχε πρόβλημα με τον τρόπο διακοπής της ρουτίνας: με άλλα λόγια τη ρωτούσα αν θα την πείραζε να πεθάνει. Η γριά γυναίκα, που δεν της λείπει το λογικό παρά το ότι καμουφλάρει όσο καλύτερα μπορεί αυτή την ατέλεια, έχοντας καταλάβει τι υπονοούσα με αυτή μου την ερώτηση, μου απάντησε απλά ότι δεν τη φόβιζε τίποτα και ότι το μόνο που ευχόταν πλέον για τον εαυτό της ήταν να "δοκιμάσει" τη διακοπή αυτής της καθημερινότητας με ένα τρόπο που θα της έμενε αξέχαστος. Της είπα ότι κάτι θα σκεφτώ και θα της απαντήσω σύντομα.
Το ίδιο βράδυ στο διαμέρισμά μου προσπαθούσα να σκεφτώ κάποιο τρόπο για να ικανοποιήσω το αίτημα αυτής της γυναίκας, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά γιατί σκεφτόμουν ότι αν κι εγώ βρισκόμουν στη θέση της και δεν μπορούσα να επινοήσω ένα τρόπο για να διαταράξω την ευθύγραμμη πορεία μιας ανυπόφορης καθημερινότητας, θα αναζητούσα τη συνδρομή ενός τρίτου προσώπου, ακόμη και όχι ιδιαίτερα οικείου, όπως ακριβώς ήμουν εγώ για αυτή τη γριά, με την οποία μόνο είχαμε μια καλημέρα. Έτσι περνούσαν διάφορες ιδέες από το μυαλό μου, οι περισσότερες πάντως ανεφάρμοστες κι ανεδάφικες, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς. Φυσικά, την ιδέα της αφαίρεσης της ίδιας της ζωής, με όποιο τρόπο κι αν ελάμβανε χώρα, την είχα αποκλείσει, μόνο και μόνο επειδή δεν θα πληρούνταν ο όρος που η ίδια είχε θέσει: να δοκιμάσει δηλαδή την διακοπή, με την έννοια του να βιώσει το μοίρασμα του χώρου και του χρόνου σε δυο κομμάτια, στο πριν και το μετά, ακινητοποιώντας έστω και φευγαλέα το παρόν. Με αυτό κατά νου ξαγρύπνησα κυριολεκτικά όλο το βράδυ, προσπαθώντας ξανά και ξανά να εφεύρω ένα εργαλείο που θα με οδηγούσε στην πολυπόθητη χωροχρονική διακοπή, η οποία βέβαια θα επιτελούνταν κατά τρόπο που θα άλλαζε το ρου της ιστορίας, της προσωπικής της εννοώ και θα τη στιγμάτιζε παντοτινά. Το ξέρω ότι ζητούσα πολλά, παρόλα αυτά κάτι με έσπρωχνε προς την εφεύρεση αυτής της πατέντας, και αυτό το κάτι ήταν αρκετό για να τροφοδοτεί τη σκέψη με εξαιρετικά ακραίες σε σύλληψη ιδέες.
Την επόμενη μέρα συνάντησα τυχαία τη γρια στο ασανσέρ. Εκεί, στο μικρό θάλαμο που χωράει το πολύ τρία (3) άτομα (ενήλικες) ή έξι (6) ασυνόδευτα παιδιά κάτω των 14 ετών ή 240 κιλά (ανεξαρτήτως αριθμού ατόμων), και όσο κατεβαίναμε, ήθελα να της πω ότι δεν κατάφερα να βρω τίποτα που θα μπορούσε να ταράξει τη ρουτίνα της, πολύ περισσότερο να βρω εκείνη τη λύση που θα της έδινε την ευκαιρία να αισθανθεί (να ζήσει; - δεν ξέρω πoια είναι η κατάλληλη λέξη-) τη διακοπή αυτή. Παραμέναμε σιωπηλοί μέχρι που βρήκα το κουράγιο να την κοιτάξω στα μάτια και το μόνο που μου ήρθε να πω ήταν ένα "λυπάμαι".
Φτάσαμε στο ισόγειο και άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ παραχωρώντας της προτεραιότητα για να βγει πρώτη. Έστεκε στη γωνία σαν άγαλμα. Της έκανα νόημα με το χέρι για δεύτερη φορά να βγει έξω αλλά δεν την έβλεπα να αντιδρά οπότε της είπα ότι βιαζόμουν κάπως και ότι έπρεπε να φύγω. Άφησα πίσω μου την πόρτα να κλείσει, με τη γρια να στέκεται στη γωνία ακίνητη και βγήκα από το κτίριο. Περιττό να πω ότι την είχα στο μυαλό μου για την υπόλοιπη μέρα.
Όταν κάποια στιγμή γύρισα βράδυ στο σπίτι δεν τόλμησα να πάρω το ασανσέρ. Άναψα τα φώτα της σκάλας και του διαδρόμου, ανέβηκα τέσσερις ορόφους και όταν έφτασα στο διαμέρισμά μου βρήκα κολλημένο στην πόρτα ένα χαρτί με το ακόλουθο μήνυμα: "Λυπάμαι που σε έκανα να πεις ότι λυπάσαι ακόμη κι αν δεν λυπάσαι που σε έκανα να πεις λυπάμαι που σε έκανα να πεις ότι λυπάσαι ακόμη κι αν δεν λυπάσαι που σε έκανα να πεις λυπάμαι που σε έκανα να πεις ότι λυπάσαι ακόμη κι αν δεν λυπάσαι που σε έκανα να πεις λυπάμαι που σε έκανα να πεις ότι λυπάσαι ακόμη κι αν δεν λυπάσαι που σε έκανα να πεις λυπάμαι ενώ θα μπορούσες να μην πεις τίποτα".

Saturday, March 10, 2007

Η πραγματικότητα μένει μόνη

Όταν το έσκασα μια μέρα από το σπίτι μου σε ηλικία δεκαπέντε ετών, πίστευα ότι με τον τρόπο αυτό γλίτωνα από τον ασφυκτικό κλοιό μιας οικογένειας, η οποία χωρίς να με καταπιέζει ακριβώς, αποτελούσε μονίμως εμπόδιο στην καθημερινή μου ονειροπόληση.
Για παράδειγμα, όταν βρισκόμουν ανάσκελα στο πάτωμα ή στο κρεβάτι του υπνοδωματίου μου, δεν έχει σημασία, ακούγοντας ή όχι μουσική, πάλι δεν έχει σημασία, και ξαφνικά έμπαινε κάποιος στο χώρο αυτό, στον οποίο επιτελούνταν με ακρίβεια ιεροτελεστίας η απόδρασή μου από την πραγματικότητα, και μάλιστα τζάμπα και ανώδυνα, τότε ξεφλούδιζε η επιφάνεια στην οποία είχα ήδη αρχίσει να κυλιέμαι και η διαδρομή που είχα ως τότε διανύσει, σβήνονταν ως δια μαγείας, με αποτέλεσμα να επιστρέφω απότομα στο σημείο αφετηρίας εκείνης της πραγματικότητας από την οποία, με περισσό κόπο, είχα προσπαθήσει να δραπετεύσω. Όχι άδικα, είχα πειστεί ότι ο διακτινισμός είναι εφικτός αλλά από την ανάποδη: μπορείς να προσγειώνεσαι στο σημείο εκκίνησης, από όπου κι αν βρίσκεσαι, σχεδόν αστραπιαία, όπως ακριβώς με το πάτημα ενός κουμπιού αλλάζεις κανάλι στην τηλεόραση (ίσως ακόμη και πιο γρήγορα κι από το ζάπινγκ, χωρίς δηλαδή τα κλάσματα δευτερολέπτου που μεσολαβούν στο πέρασμα από τη μια εικόνα στην άλλη). Το αντίθετο, το να δραπετεύεις από το τώρα, δεν το επιτρέπει ακόμη καμιά τεχνολογία, παρά τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα, με την επιφύλαξη πάντως της λήψης συγκεκριμένων παραισθησιογόνων, περίπτωση όμως που δεν συνιστά 100% απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά περισσότερο σύγχηση των εικόνων που την αποτελούν. Μπροστά στη φράση "τώρα να δω τι θα κάνεις" όλοι λίγο ως πολύ σαστίζουμε και είμαι σίγουρος ότι όλη η ουσία του τρόμου που προκαλείται κρύβεται στη λέξη τώρα.
Φεύγοντας λοιπόν τη μέρα εκείνη από το σπίτι, διακατεχόμουν από μια τεράστια αίσθηση ελευθερίας για όλα όσα είμαι σε θέση να σκεφτώ και να γνωρίσω αναφορικά (και τελείως ενδεικτικά) με το σώμα, το φύλο, το χρώμα, τη γεύση, το χρόνο, το χρήμα ... Με άλλα λόγια, με είχα ικανό για όλα, τα καλύτερα και τα χειρότερα, σύμφωνα με την κατάταξη περί καλών και κακών πραγμάτων που βρίσκονται διάσπαρτα στη Φύση. Περιπλανήθηκα για μια ολόκληρη μέρα στην πόλη και χάζευα όλους τους ανθρώπους, όλα τα αυτοκίνητα, όλα τα εστιατόρια και τα καφέ, όλες τις πινακίδες, όλες τις τσάντες, τα παπούτσια, τα ρούχα, τα καρότσια, τους σκουπιδοτενεκέδες, τις εκκλησίες, τα σχολεία, τις αυλές, τις καγκελόπορτες, τα κικλειδώματα, τις στέγες, τα σύννεφα, τις κεραίες και τους τηλεφωνικούς θαλάμους. Βάδιζα μια στο πεζοδρόμιο και μια στην άκρη του δρόμου, διέσχιζα διαγώνια τις λεωφόρους και κάποτε από τις διαβάσεις των πεζών, άνοιγα νέα μονοπάτια στο μοναδικό πάρκο της πόλης και εν τέλει κατέληξα στο λιμάνι, τη μόνη τοποθεσία σε αυτή την πόλη που θυμίζει ότι είσαι δίπλα στη θάλασσα. Εκεί κατευθύνθηκα σε μια από τις αποβάθρες και κρύφτηκα πίσω από εκείνη που φαινόταν ότι δεν θα την πλησιάσει κανείς, τουλάχιστον όχι μέσα στο επόμενο βράδυ. Ξάπλωσα ανάσκελα γιατί έτσι πίστευα ότι θα καταφέρω ευκολότερα τη φυγή μου από την πραγματικότητα, εξάλλου η πατέντα ήταν κατά κάποιο τρόπο δοκιμασμένη. Η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνη τη φορά δεν κατάφερα τίποτα. Ή τουλάχιστον δεν κατάφερα να δραπετεύσω από το περιεχόμενο της ολοήμερης περιδιάβασής μου στην πόλη, που επανερχόταν και με περικύκλωνε, ήταν μονίμως εκεί κι ας είχε νυχώσει, όσο εγώ πάσχιζα να αφήσω εκτός (από πού;) κάθε λεπτομέρεια εκείνων των εικόνων και να συνεχίσω την προσπάθεια της σύνθεσης μιας άλλης πραγματικότητας, όχι οπωσδήποτε ωραιότερης από αυτή που βίωνα σε καθημερινή βάση.
Όμως, τα υλικά που είχα στη διάθεσή μου δεν επαρκούσαν για την κατασκευή της ιδανικής τοποθεσίας - προφανώς πάσχω από παντελή έλλειψη φαντασίας - οπότε δεν κατόρθωσα ποτέ να φτάσω σε εκείνη την τοποθεσία, πολύ περισσότερο δε όταν αδυνατώ, ακόμη και τώρα να συλλάβω τι είναι ιδανικό και τι όχι.
Τελικά, επέστρεψα το ίδιο βράδυ στο σπίτι επειδή αισθάνθηκα φόβο, όχι για το σκοτάδι, αλλά για το ότι δεν πέτυχα αυτό που επιθυμούσα μακρυά από το δωμάτιό μου. Αργότερα βέβαια συνειδητοποίησα ότι δεν έφταιγε μόνο αυτό για την ανεπιτυχή μου προσπάθεια. It takes two to tango.

Friday, March 2, 2007

¡Bájalo! ¡Bájalo!

Έσερνα με τα χέρια μου ένα βαρύ μαδέρι προς την άκρη της ταράτσας για να μην εμποδίζει. Μόλις το ακούμπησα στη γωνία διαπίστωσα ότι η μια του πλευρά ξέφυγε προς τα έξω και αιωρούνταν στο κενό. Πήγα να το μαζέψω και τη στιγμή που έσκυψα βλέπω κάποιον από κάτω να μου φωνάζει μπάχαλο! μπάχαλο! και να επαναλαμβάνει επίμονα την ίδια λέξη όσο εγώ βρισκόμουν σκυμένος, έχοντας ακινητοποιηθεί στην πιο άβολη στάση. Έκανε μάλιστα με έντονο τρόπο όλες εκείνες τις χειρονομίες που συνήθως κάνει κανείς όταν θέλει να του κατεβάσεις κάτι (αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μου πέρασε εκείνη τη στιγμή από το μυαλό), κουνώντας ασταμάτητα τις ορθάνοιχτες παλάμες του που έδειχναν προς το πρόσωπό του, ενώ εγώ στεκόμουν και τον κοίταζα σαν χάνος κι αναρωτιόμουν γιατί μουτζώνεται ο τύπος, γιατί όλος αυτός ο εκνευρισμός, ποιος να τον πείραξε, και μετά πάλι έριξα μια ματιά γύρω μου και κοίταζα τους άλλους που έκαναν σαν και μας τους δυο, δηλαδή κάποιοι έγνεφαν, χειρονομούσαν έντονα, φώναζαν και ωρύονταν (ένας μέχρι που έκλαιγε κάτω στο δάπεδο) και κάποιοι κοιτούσαν έκπληκτοι, εμβρόντητοι και σαστισμένοι, μη μπορώντας να πουν ή να κάνουν οτιδήποτε, είχαν μείνει κάγκελο.

-Μωρέ εσύ καλά τα λες αλλά ποιος σ' ακούει!, του βροντοφώναξα. Μετά σηκώθηκα κι έφυγα, γύρισα στο πόστο μου και συνέχισα να δουλεύω. Ο τύπος, μάλλον Ισπανός, είχε πια σταματήσει να φωνάζει αλλά στο κεφάλι μου συνέχιζε να ηχεί η λέξη μπάχαλο και να στριφογυρίζει μια και μοναδική σκέψη: ρε μπας και ήθελε να του το κατεβάσω; Κι αν ναι, γιατί δεν μου το'λεγε;



(Η ανέγερση του Πύργου της Βαβέλ - απόσπασμα από τα ημερολόγια της πρωινής βάρδιας)