Wednesday, November 21, 2007

Η γιορτή σου γιορτή μου

Αναφορικά με τις ονομαστικές εορτές αναθεωρώ. Κι εξηγούμαι. Ανέκαθεν πίστευα ότι αυτή η τεχνητά προσδιορισμένη ημέρα στο ομοίως τεχνητό ημερολόγιο των 365 ημερών (και ανά τετραετία 366, άκουσον άκουσον δηλαδή γελοιότης) λειτουργούσε καταναγκαστικά τόσο στον εορτάζοντα όσο και σε αυτόν που του προέφερε τις ευχές του. Καλοπροαίρετα πάντα αλλά καταναγκαστικά. Να θυμηθώ να πάρω τον τάδε στη γιορτή του. Το σημειώνω στην ατζέντα και για το χ λόγο το ξεχνάω. Άντε να βρεις δικαιολογία. Ή ακόμα χειρότερα, τηλεφωνείς σε αυτόν που γιορτάζει και λες τα πάντα εκτός από ένα χρόνια πολλά... Αν σου το υπενθυμίσει ο εορτάζων στο τέλος της συνομιλίας, αμηχανία. Αν το θυμηθείς μόνος σου μετά που θα κλείσετε το τηλέφωνο, αμηχανία...
Ωχ, ξέχασα ότι σήμερα γιορτάζεις Τζίνα! (υπάρχει απόσταση από τον Άγιο Γεώργιο μέχρι το όνομά σου). Εξάλλου, υπάρχουν και οι περιπτώσεις των υποκοριστικών: Τάκης, Μάκης, Σούλα είναι οι γνωστοί πρωταγωνιστές παλιάς διαφήμισης εντομοκτόνου αλλά και τόσοι άλλοι φίλοι και γνωστοί ανάμεσά μας. Από πού μας έρχεται ο Μάκης π.χ.; Γνωρίζω την περίπτωση ενός Μάκη που βγαίνει από το Πρόδρομος. Και άντε πες ότι το ξέρεις, ποιος σου λέει ότι θα θυμηθείς να του τηλεφωνήσεις 7 Γενάρη, όταν το ενδιαφέρον όλων μονοπωλείται (δικαιολογημένα βέβαια) από το Γιάννη, τη Γιάννα και άντε τον Ιωάννη (αν είναι ψώνιο) και την Ιωάννα (αν είναι ηθοποιός); Και ας πούμε ότι το θυμήθηκες, ποιος σου λέει ότι σωστά του τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα για να του ευχηθείς, όταν κάποιοι Πρόδρομοι γιορτάζουν (και χαίρονται;) την ημέρα της αποτομής της Τιμίας Κεφαλής τους από τη χυμώδη Σαλώμη (οι λεγόμενοι Πρόδρομοι - βιτσιόζοι) και άλλοι την 7 Ιανουαρίου, ημέρα κατά την οποία εορτάζεται η σύναξη, ήτοι η εορταστική συγκέντρωση για ένα θρησκευτικό γεγονός, το πανυγύρι, το πάρτυ, ο τζερτζελές κτλ. (οι λεγόμενοι Πρόδρομοι - πάρτυ άνιμαλ).
Εν πάσει περιπτώσει, όπως και να' χει το πράγμα, σχεδόν ποτέ δεν γνωρίζουμε τους βίους των Αγίων όταν καλούμε κάποιον για να του ευχηθούμε. Αλλά ακόμη κι αν γνωρίζαμε τι θα άλλαζε; Η ευχή ήταν και παραμένει η ίδια (όσο μπορώ να γνωρίζω): χρόνια πολλά! Δηλαδή ό,τι λέμε Χριστούγεννα, Πάσχα, 15αύγουστο, στα γεννέθλια και ούτω καθεξής. Διότι εδώ που τα λέμε, αν τηλεφωνούσατε σε ένα Πρόδρομο 29 Αυγούστου, τι θα του λέγατε; Μωρέ, πώς έγινες έτσι, τα χάλια σου έχεις, τι κρίμα να κυκλοφορείς έτσι χωρίς κεφάλι, τόσο ωραίο κεφάλι που είχες, και στα΄λεγα εγώ να'χεις το νου σου με τη Σαλώμη, ήξερα τι κουμάσι ήταν αλλά εσύ, πού μάτια να δεις τα μάγια που σου΄χει κάνει, κτλ κτλ... Άντε και του χρόνου αρτιμελής!
Όπως βλέπετε υπάρχει αντικειμενική δυσκολία αντιμετώπισης των εορτών και των ευχών που τις συνοδεύουν. Παρόλα αυτά, η ίδια ημέρα που προκαλεί αμηχανία, δυσκολία, δισταγμό, κοινοτυπία, επανάληψη, βαρεμάρα μπορεί να λειτουργήσει θετικά, αναζωγονητικά, προκλητικά, χαρούμενα, ευαίσθητα, έξυπνα, ενθαρρυντικά. Η ημέρα που τηλεφωνώ κάποιον στη γιορτή του ανακεφαλαιώνει το χρόνο που πέρασε από την τελευταία φορά που του μίλησα και ορίζει το νέο διάστημα που θα διανυθεί μέχρι να του ξαναμιλήσω.
Η σκέψη αυτή, ότι δηλαδή ο χρόνος τέμνεται εξ αφορμής ενός φιλικού προσώπου σε ένα σημείο ανέλπιστο - ακόμη κι αν κάποιος άλλος έχει προηγουμένως ορίσει το σημείο αυτό - με έκανε να αναθεωρήσω την άτεγκτη στάση μου απέναντι στις ονομαστικές εορτές, τις επετίους, τα γεννέθλια και λοιπές ημερομηνίες ορόσημο και στο εξής αποφάσισα να καλώ όλους και όλες κάθε φορά που θα εμφανίζεται το επίμαχο γεγονός. Με τη διαφορά όμως ότι δεν θα εύχομαι χρόνια πολλά, αλλά ο,τιδήποτε άλλο σχετίζεται με το πριν και το μετά τη συνομιλία, όπως ενδεικτικά εύχομαι να ξαναζήσουμε εκείνη τη μέρα που γνωριστήκαμε τυχαία, μια φράση που αν και αναφέρεται στο παρελθόν λειτουργεί εν τέλει για το μέλλον (να ξαναζήσουμε), ένα μέλλον όμως ολωσδιόλου ανέφικτο γιατί εκείνη η μέρα που γνωριστήκαμε έχει περάσει ανεπιστρεπτί και φυσικά τυχαία είναι κάτι που εγώ κι εσύ δεν είμαστε σε θέση να ορίσουμε ακόμα. Σε αυτό, βέβαια, μπορεί να κρύβεται και όλη η γλύκα της ευχής.

Monday, November 12, 2007

Το "λευκό ίσον αγνό" κλισέ

Τα αφρισμένα κύματα είναι λευκά
αλλά όχι αγνά.

(ελάτε να ξεσκεπάσουμε κι άλλα κλισέ...)

Tuesday, November 6, 2007

Η χώρα του αποχαυνωτικού κλίματος

Στη Ναντίνια η θερμοκρασία δεν πέφτει ποτέ κάτω από τους 37 βαθμούς Κελσίου. Οι κάτοικοί της τρέφονται αποκλειστικά με φρούτα κατά τη διάρκεια της μέρας και μόνο όταν πέσει ο ήλιος μαγειρεύουν ένα ελαφρύ γεύμα, χωρίς πολλά λιπαρά. Κυκλοφορούν πάντα με το σώμα και το κεφάλι (ιδίως) καλυμμένο, άντρες-γυναίκες, και τα παιδιά υποχρεωτικά μετά την ηλικία των 7 ετών. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύονται από την ανελέητη ηλιακή ακτινοβολία και διατηρούν λευκή την επιδερμίδα τους, ή έστω ελαφρά μπεζ.
Οι μετακινήσεις τους γίνονται αργά. Ποτέ δεν δίνουν ραντεβού στις 7 ακριβώς, στις 9 ακριβώς κτλ. αλλά πάντα στις 7 και κάτι, 9 και κάτι κτλ, διότι κανείς δεν φτάνει στο συμφωνημένο μέρος εγκαίρως. Στην εργασία τους δεν έχουν ωράριο. Ο καθένας εμφανίζεται στο γραφείο ή το κατάστημά του όταν έχει καταφέρει να διανύσει την απόσταση που χωρίζει το μέρος στο οποίο διανυκτέρευσε το προηγούμενο βράδυ μέχρι τον τόπο εργασίας του. Η χρονική διάρκεια κάλυψης της απόστασης αυτής ισοδυναμεί με αυτό που στον Δυτικό κόσμο αποκαλείται ελεύθερος χρόνος.
Μιλάνε λίγο μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται τόσο στην εγγενή τους τάση να επικοινωνούν με το βλέμμα ή τα περαστικά πουλιά όσο και με μια ιδιαίτερη συνθήκη που έχουν θεσπίσει για τη μεταξύ τους επικοινωνία, η οποία μέχρι σήμερα τηρείται από όλους στο ακέραιο. Συγκεκριμένα, απαγορεύται να μιλήσουν εφόσον έχουν καταναλώσει νερό μισή ώρα πριν ο συνομίλητής τους τους απευθύνει κάποια ερώτηση. Μετά την παρέλευση αυτού του χρονικού διαστήματος επιτρέπεται να μιλήσουν. Έτσι, αν πας στο μανάβη και τον ρωτήσεις για παράδειγμα αν έχει κεράσια θα λάβεις απάντηση μόνο αν αυτός έχει πιει νερό τουλάχιστον κατά τα τελευταία 31 λεπτά της ώρας. Αν υπολείπονται κάποια λεπτά για τη συμπλήρωση του μισάωρου θα πρέπει να περιμένεις, ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι σε αυτό το μέρος δεν ευδοκιμούν τα κεράσια και άρα δεν τα εμπορεύονται (το πιο πιθανό είναι να μην υπάρχει καν λέξη για αυτά αλλά και πάλι, η απάντηση θα έρθει μόνο τηρουμένων των όρων που προαναφέρθηκαν).
Τη νύχτα είναι αλλιώς. Το ύφασμα που κάλυπτε μέχρι προ ολίγου το κεφάλι αφαιρείται και αποκαλύπτεται σιγά σιγά το πρόσωπο του διπλανού σου. Έτσι, αν έχεις ανέβει σε ένα λεωφορείο πριν τη δύση του ήλιου και διανύσεις μια απόσταση μέχρι να νυχτώσει για τα καλά, όταν θα φτάσεις στον προορισμό σου θα έχεις καταλάβει αν ο συνεπιβάτης σου στο διπλανό κάθισμα είναι άντρας ή γυναίκα, νέος ή γέρος, όμορφος ή άσχημος. Γενικά, κατά τη διάρκεια της μέρας αυτές οι απορίες δεν απασχολούν κανένα, εκτός ίσως από τους τυφλούς, οι οποίοι μη βλέποντας, θέτουν αυτά τα ερωτήματα σιωπηλά στον εαυτό τους γιατί τους κρατούν σε εγρήγορση. Επίσης, τα κρεβάτια τους είναι υπέρδιπλα, όχι επειδή χρειάζονται περισσότερο χώρο λόγω ζέστης εάν τα μοιράζονται και με άλλα άτομα (το οποίο ισχύει) αλλά γιατί πιστεύουν ακράδαντα ότι όσο μεγαλύτερη η επιφάνεια πάνω στην οποία ξαπλώνει ένα ανθρώπινο σώμα, τόσο ευκολότερα απλώνονται και τα όνειρά τους σε αυτή.
Τα όνειρα είναι ιερά. Τα όνειρα θερινής νυχτός, ιερότερα. Η πίστη τους σε αυτά τροφοδοτεί όλες τις δοξασίες και ενδεχομένως τις τιμωρίες που τα συνοδεύουν. Αν μια γυναίκα ονειρευτεί έναν άντρα, διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο είναι παντρεμένη υποχρεούται να κυκλοφορήσει την επόμενη μέρα στο δρόμο χωρίς να έχει καλυμμένο το κεφάλι της. Το ίδιο ισχύει και για τους παντρεμένους άντρες. Αυτό εξηγεί την ύπαρξη κάποιων γυναικών και ανδρών πιο μελαχρινών από κάποιους άλλους. Και ταυτόχρονα λύνει την απορία που ενδέχεται να δημιουργηθεί σε κάποιον από τη θέαση αυτών των ατόμων καταμεσήμερο, ενώ όλοι περιφέρονται στο δρόμο σκεπασμένοι με τα σεντόνια.
Το πρώτο Σάββατο και την τελευταία Τετάρτη κάθε μήνα γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου. Δεν ακολουθούν κάποιο ιδιαίτερο τελετουργικό για το συγκεκριμένο γεγονός πέραν του ότι μαζεύονται παρέες στα σπίτια, στις ταβέρνες ή απλά στις πλατείες και ακριβώς στη δύση του ηλίου φωνάζουν όλοι μαζί δυνατά, ξουτ! Μετά συνεχίζουν κανονικά τις ασχολίες τους, ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονται με τη νυχτερινή περίοδο.
Κάθε μέρα που περνάει είναι για αυτούς η ίδια, κι όμως δεν βρέθηκε κανείς ακόμη να πει βαριέμαι. Σηκώνονται το πρωί, λένε μια ξερή καλημέρα, τρώνε μια μπανάνα και πίνουν νερό. Περνάει μισή ώρα και μετά μπορούν να μιλήσουν. Αν δεν τους ρωτήσει κανείς τίποτα πίνουν λίγο νερό ακόμα. Περνάει πάλι μισή ώρα χωρίς να πουν τίποτα. Στο μεταξύ, όσοι έχουν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους έγιναν στο κρίσιμο διάστημα κρατούν κάποιες σημειώσεις για να μην παραλείψουν να δώσουν κάποια απάντηση εκεί που οφείλουν. Σε αυτό είναι ιδιαίτερα επιμελείς. Όταν τελειώσει το παιχνίδι των ερωταποκρίσεων που μπορεί να κρατήσει τόσες ώρες όσες και ένα συνηθισμένο ωράριο εργασίας επιστρέφουν αργά (με αργό βηματισμό δηλαδή και όχι κατ' ανάγκην αργά τη νύχτα ) στο σπίτι τους, όσοι έχουν. Όσοι δεν έχουν βολεύονται προσωρινά σε κάποιο υπέρδιπλο κρεβάτι, εφόσον φυσικά ρωτήσουν τον ιδιοκτήτη του ή, εν πάσει περιπτώσει, αυτόν που θα βρουν ξαπλωμένο σε αυτό. Αν ο τελευταίος έχει πιει νερό μέσα στο κρίσιμο μισάωρο δεν περιμένουν την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που υπολείπεται προκειμένου να λάβουν απάντηση. Φεύγουν, και ρωτάνε τον αμέσως επόμενο. Στην πρώτη θετική απάντηση που θα λάβουν εκεί και θα διανυκτερεύσουν.