Sunday, March 30, 2008

Ποτέ (τέτοιες σκέψεις) την Κυριακή

Αν υποθέσουμε ότι αισθάνεστε ένα κενό εντός σας, πράγμα παρήγορο αφού έτσι τουλάχιστον επιβεβαιώνετε ότι είστε ακόμα ζωντανοί, τότε ποια από τις παρακάτω σκέψεις προσφέρει την ελάχιστη ανακούφιση, έστω και πρόσκαιρα;

Να συνειδητοποιείτε ότι ζείτε τη ζωή κάποιου άλλου

ή ότι ζείτε τη ζωή κανενός;

Wednesday, March 26, 2008

Cavall Chaplin


Ilustración de Daniel Jiménez

Wednesday, March 19, 2008

Σκέψεις πίσω από ένα καθρέφτη (απόσπασμα)

Οι λέξεις παραμένουν άφαντες και αόρατες ακόμη κι αν τις εκστομίσεις μπροστά σε καθρέφτη. Οι σκέψεις, αντίθετα, που θα γεννηθούν εμπρός στον καθρέφτη μπορεί να λάβουν ένα σχήμα ή να αποκτήσουν κάποιο χρώμα. Βέβαια, αυτό εξαρτάται πάντα από την αντιληπτική ικανότητα του καθενός.

Tuesday, March 18, 2008

9. Επιδιώξεις

...τα χρώματα έχουν μιαν ακτίνα λάμψης. Δεν σημαίνει ότι αν θέλεις να χρωματίσεις ένα γιακά πρέπει να επιτεθείς πάνω του, μπορείς να βάλεις το χρώμα πιο δίπλα -μετατόπιση κέντρου βάρους- και να περιμένεις ο γιακάς να χρωματιστεί από την αντανάκλαση (την λάμψη).
Αυτό προυποθέτει να βλέπεις το γιακά όχι σαν ένα απολύτως τελειωμένο σχήμα αλλά σαν ένα σημείο ή μια φόρμα στο χώρο, μάλλον σαν τον ίδιο τον χώρο, π.χ. σαν να έχεις ένα δωμάτιο και θέλεις να το φωτίσεις.

Απόσπασμα από την έκδοση με επιλογή σχεδίων της Χριστίνας Σούλου,εκδ. FUTURA, Αθήνα 2006

Saturday, March 15, 2008

Άσκηση

Να βρείτε τις ιστορικές ανακρίβειες στο παρακάτω κείμενο:


Ο Θεόδωρος Αριστερόπουλος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1929. Γόνος εύπορης οικογένειας, από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική και τη λογοτεχνία στην οποία επρόκειτο να αφιερώσει μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος πορσελάνης και υαλικών που έφερνε από τη Βαυαρία και τη Βενετία. Η μητέρα του ήταν χοροδιδάσκαλος και διήυθυνε επί σειρά ετών το Λύκειο Ελληνίδων Ναυπλίου. Έζησε ανέμελα παιδικά χρόνια μέχρι την ηλικία των 14 ετών, όπου έχασε τον πατέρα του κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και τότε μετακόμισε με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε στη συνοικία της Κυψέλης, στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας, στην οποία αργότερα θα έμενε η Μαρία Κάλλας με τη μητέρα της και τις δύο αδερφές της. Σπούδασε νομικά και ιστορία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Μιλούσε άπταιστα τρεις γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική και τα ταξίδια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, συνδέθηκε ερωτικά με την Μοντσεράτ Λουισότ ντε λα Βίγια, διάσημη χορεύτρια κλασσικού μπαλέτου, με την οποία παντρεύτηκε το 1960 και μετακόμισε στη Βαρκελώνη. Από αυτό το γάμο του απέκτησε ένα γιο, τον Μανέλ-Βασίλειο Αριστερόπουλο Λουισότ. Έμεινε εκεί για περίπου 2 χρόνια και εργάστηκε στο Ελληνικό προξενείο. Όμως, το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο και ο ελευθεριάζων χαρακτήρας της συζύγου του, που συνήπτε εξωσυζικές σχέσεις με καλλιτέχνες και διανοούμενους τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Καταλωνία και ζήτησε να τοποθετηθεί στο Ελληνικό Προξενείο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Δίδαξε επίσης στο ελληνικό σχολείο της Αλεξάνδρειας και διετέλεσε για επτά συναπτά έτη διευθυντής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο γνώρισε σπουδαίους Έλληνες της διασποράς και αφιερώθηκε στη μελέτη και τη διάσωση της ιδιολέκτου των Ελληνοαιγυπτίων, εκδίδοντας σχετικά δύο τόμους με το σύνολο της έρευνάς του, έργο για το οποίο τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1956 με τη συλλογή διηγημάτων «Οι χρυσοθήρες». Ακολούθησαν τα θεατρικά έργα «Τίποτα άλλο» και «Ποτέ ξανά» καθώς και οι ποιητικές συλλογές «Το ρήγμα του χρόνου» και «Η Πολυξένη αργεί» για τα οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από τον τύπο της εποχής. Ασχολήθηκε συστηματικά με τη μετάφραση λογοτεχνικών έργων από την Αργεντινή και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και ήταν ο πρώτος που απέδωσε στην ελληνική γλώσσα τα ποιήματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, όταν ήταν ακόμη άγνωστος στην Ευρώπη.

Έπαιζε λαούτο και έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη μουσική του Λιβάνου, της Αιγύπτου και της Συρίας. Το 1995 και σε ηλικία 66 ετών παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη γαλλοαλγερινή Φατιμά Αχμέτ – Μερλότ, με την οποία συνδεόταν επί 20 χρόνια. Έγραψε πολλά ταξιδιωτικά άρθρα από τα οποία ξεχωρίζουν τα «Ταξίδι στην ανθισμένη Γρανάδα», «Ηλιοβασίλεμα στη Φορτέτσα Ρεθύμνου» και «Κωνσταντινούπολη, το κεχριμπάρι της Ανατολής». Το 2003, μετά το θάνατο της αγαπημένης του Φατιμά, εγκατέλειψε οριστικά την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στο νησί της Λέσβου, σε ένα παλιό αρχοντικό στο χωριό που μεγάλωσε και εργάστηκε ο διάσημος λαικός ζωγράφος Θεόφιλος. Ένα πρωινό του Ιουνίου του 2006 βγήκε από το σπίτι του για να πάει να αγοράσει ψωμί, όπως έκανε κάθε μέρα, και δεν επέστρεψε ποτέ. Έκτοτε η τύχη του αγνοείται.