Friday, October 31, 2008

Πάρτυ μεταμφιεσμένων

Καθώς πλησιάζω προς τον άγνωστο άνδρα που στέκεται εδώ και ώρα σε μια γωνία της κατάμεστης αίθουσας σκέφτομαι να τον ρωτήσω τι έχει ντυθεί. Φοράει ένα παλιομοδίτικο, μπλε σκούρο κοστούμι με μαντήλι πουά στο πέτο, λευκό πουκάμισο με μικρό γιακά και γραβάτα πουά επίσης, στις αποχρώσεις του μπλε πάντα, κρατάει ένα μπαστούνι – σχεδόν στηρίζεται στο μπαστούνι που δεν έχει αποχωριστεί από την ώρα που μπήκε στην αίθουσα – αλλά δεν κουτσαίνει, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Πάντως το μπαστούνι δεν μοιάζει διακοσμητικό αν και ακόμα δεν έχω καταλάβει τη χρήση του και όσο κατευθύνομαι προς αυτόν το βλέμμα του παραμένει ακίνητο αλλά όχι απλανές, δεν καταλαβαίνω πού ακριβώς κοιτάει, ίσως είναι λίγο αλήθωρος, όμως όταν φτάνω μπροστά του εκείνος αντιλαμβάνεται την παρουσία μου και μου χαμογελάει αλλά σαν να μη με βλέπει και φυσικά δεν τολμώ να σκεφτώ ότι είναι τυφλός, ή μάλλον τολμώ να σκεφτώ ότι είναι τυφλός αλλά δεν διανοούμαι να τον ρωτήσω, ή μάλλον για λίγο περνάει από το μυαλό μου να τον ρωτήσω, αν και δεν βρίσκω το θάρρος για μια τέτοια ερώτηση, οπότε ξαφνικά μου’ ρχεται να τον ρωτήσω τι έχει ντυθεί. Τίποτα, είναι η απάντηση που λαμβάνω, αν εννοείτε σε τι έχω μεταμφιεστεί ή τα συνηθισμένα μου ρούχα, αν κυριολεκτείτε στην ερώτησή σας. Επιμένω λίγο περισσότερο λέγοντας ότι το όλο παρουσιαστικό του, οι κινήσεις του εν γένει και το βλέμμα του με έκαναν να σκεφτώ ότι έχει ντυθεί τυφλός. Τυφλός δεν ντύνεσαι, γεννιέσαι ή γίνεσαι, είναι η απάντηση που λαμβάνω, και για να σας λύσω την απορία, θα πρέπει να συστηθούμε: Ονομάζομαι Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Και για όλο το υπόλοιπο βράδυ αυτός συνέχισε να είναι ένας τυφλός άνδρας κι εγώ συνέχισα να είμαι μια αόρατη γυναίκα.

Tuesday, October 14, 2008

Διαπιστώσεις

Όσο περισσότερο προσπαθώ να πιστέψω στον εαυτό μου τόσο λιγότερο πιστεύω ότι υπάρχει (ένας μόνο) εαυτός για να πιστέψω. Επιπλέον, το να πιστέψω στον (έναν μόνο) εαυτό μου, είναι κάτι που προυποθέτει να γνωρίζω καλά τον (έναν μόνο) εαυτό μου, τον οποίο εγώ γνωρίζω μόνο εξ όψεως. Έτσι καταλήγω να προσπαθώ να πιστεύω σε πολλαπλούς εαυτούς διαφορετικών ατόμων με την ελπίδα ότι η πίστη αυτή θα με βοηθήσει να ανακαλύψω τον (έναν μόνο) εαυτό μου, στον οποίο προσπαθώ ειλικρινά να πιστέψω, μόνο που όσο περισσότερο προσπαθώ να πιστέψω σε αυτόν, τόσο απομακρύνομαι από το αντικείμενο της πίστης μου και για να μη χάσω εντελώς την αναγκαία αυτή πίστη σταματώ αμέσως την προσπάθειά μου να πιστεύω στον (έναν μόνο) εαυτό για να μη βγω εντελώς εκτός εαυτού και μετά αναγκαστώ να αναζητήσω το χαμένο μου εαυτό πριν καλά καλά τον γνωρίσω...

Saturday, October 4, 2008

Η πόλη του Βορρά

Ο Κάρτο και η Ντέλα ζουν σε μια παραθαλάσσια πόλη του Βορρά. Μεγαλώνουν σε διαφορετικές γειτονιές και δεν έχουν συναντηθεί μέχρι σήμερα. Είναι συνομήλικοι και έχουν τις ίδιες, περίπου, συνήθειες. Οι συνεχείς βροχές και η μόνιμη υγρασία του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν έχουν κάνει τους αραιούς επισκέπτες την πόλης αυτής να τους παρουμοιάζουν με αμφίβια. Κατά κάποιο τρόπο, η ζωή όλων κατοίκων εδώ είναι βουτηγμένη στο νερό. Ο ένας είναι ψαράς, ο άλλος ναυτικός, υπάρχουν κάμποσοι υδραυλικοί και υπάρχουν οι υπόλοιποι που βρέχονται στις ανοιχτές πληγές των προηγούμενων.

Ο Κάρτο πηγαίνει σχολείο και τα βράδια στα όνειρά του βλέπει τον εαυτό του στην ίδια πάντα ηλικία να πηγαίνει σχολείο. Και ξυπνάει αγχωμένος τη στιγμή που στο όνειρό του χτυπάει το κουδούνι που σημαίνει την έναρξη του μαθήματος ή τη λήξη του διαλείμματος – δεν έχει σημασία – και είναι κάθιδρος γιατί δεν του αρέσει το σχολείο, δεν του αρέσει, δεν του αρέσει, δεν του αρέσει. Κοιτάει έξω από το στενό παράθυρο του μικρού δωματίου του, που έχει την τύχη να μη μοιράζεται με άλλους, και όταν οι νύχτες είναι ασυννέφιαστες βλέπει μια λωρίδα έναστρου ουρανού που του είναι αρκετή για να αναθαρρέψει και να κάνει την ακόλουθη σκέψη: ...αν το σχολείο συνεχίζεται για πάντα προτιμώ να το σκάσω για κάποιο μακρινό μέρος, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον εκεί θα πάψει να εμφανίζεται κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης. Παρασύρεται μέσα στη σκέψη αυτή, τόσο που πιστεύει ότι γλιστράει στην επιφάνεια κάποιου λαμπερού αστεριού που κοιτάζει επίμονα.

Η Ντέλα, σε μια άλλη γειτονιά της ίδιας πόλης, μόλις που προλαβαίνει να ρίξει μια ματιά στον ίδιο ουρανό τα βράδια. Πηγαίνει και αυτή σχολείο, σε διαφορετικό όμως, και έχει να φροντίζει κι άλλους ανθρώπους σε ένα σπίτι δίχως γονείς. Ο μοναδικός χρόνος που περνάει μόνη είναι όποτε επιστρέφει από το σχολείο στο σπίτι. Είναι η ώρα που απολαμβάνει περισσότερο, να περπατάει κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, να κοιτάζει την απέραντη θάλασσα που νιώθει ότι είναι και η μόνη με την οποία μπορούν να πουν μαζί ένα τραγούδι. Εύχεται να μπορεί να πηγαίνει πάντα σχολείο για να έχει τη δυνατότητα να κάνει αυτή τη διαδρομή. Περπατάει ανάλαφρα και δεν βιάζεται να γυρίσει στο σπίτι, κυρίως δεν σκέφτεται ότι πρέπει να πάει στο σπίτι, να επιστρέψει στο σπίτι, στο σπίτι, το σπίτι για λίγο απουσιάζει. Όλες οι ώρες είναι ίδιες, με μοναδική εξαίρεση αυτή την ώρα, τώρα, που η θάλασσα είναι δίπλα της και οι σκέψεις της την ακολουθούν το ίδιο ελαφρές, σαν τα ανάλαφρα βήματά της. Όταν όμως διασχίσει το δρόμο για να στρίψει στη γωνία των οδών Κόντεγκαρτ και Ούσβιχ για να ανηφορίσει προς το σπίτι της, οι σκέψεις της την αποχαιρετάνε, μένουν πίσω, λίγο πριν τη στροφή του δρόμου κι εκείνη αρχίζει να βαδίζει πλέον με πιο γοργό ρυθμό, αποφεύγοντας να λοξοδρομεί ή να χαζεύει βιτρίνες γιατί θα αργήσει.

Καμιά φορά όταν ο Κάρτο γλιστράει με κάποιο αστέρι που πέφτει, ένα δάκρυ βρέχει το μάγουλο της Ντέλα που είναι βυθισμένη σε ένα ύπνο δίχως όνειρα.