Monday, March 14, 2011

Ανεπίδοτα (ΙΙΙ)

Πως σούρνεται ο ‘χμάλωτος
απού’ χει τσι χέρες του δεμένες με τον’ να πόδα
κι απόι είν΄ τα ζάλα του κοφτά
κι αργομισεύγει από το’ να δέτη στον άλλο ίδια με τσι χοχλιούς,
έτσα κι εγώ πορίζω όντε νυχτώνει
γρικώντας την ογρασά απ’ τσι ξυνίδες
με το στόμα πρικιό απ’ την πολλή αφιλισά
και μόνη λαχτάρα
μόνη εμμονή
στην κεφαλή μου μέσα
να σμίξω είν’ τα χείλη μου με τα δικά σου ως να ματώσουν.
Κι απ’ τσι αναστεναμούς και τα βαριανασάματα
να φυτρώξει μια λεμονιά οπού εστέκομέστε  
συ να γενείς ο κορμός κι εγώ η περικοκλάδα
κι εκειά να μείνω ασάλευτος
να΄ ναι μονάχα ο άνεμος οχτρός μου
και φυλακή μου τ’ άρωμα
που χάσκει στον ανθό σου.