Thursday, October 29, 2015

Η ώρα της αλλαγής (της ώρας)

Το τελευταίο Σάββατο κάθε Οκτώβρη πέφτω για ύπνο λίγο πριν την αλλαγή της ώρας. Ο λόγος είναι απλός: ό,τι μου επιβάλλεται κανονιστικά προσπαθώ να το οικειοποιούμαι σαν να επρόκειτο για μέρος ενός εθιμοτυπικού που καλούμαι να επαναλάβω με ευλάβεια, έτσι ώστε αυτό να καταστεί κτήμα μου και να επαναλαμβάνεται στο μέλλον αβίαστα. Με άλλα λόγια, επειδή δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα του να νυχτώνει νωρίτερα και το παγωμένο απόγευμα του χειμώνα που έρχεται να φαντάζει ακόμα πιο παγωμένο, υποχρεώνω τον εαυτό μου να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες για την αλλαγή των δεικτών του ρολογιού, έτσι ώστε να βρίσκομαι κάθε φορά λίγο εγγύτερα στην αποδοχή της αλλαγής που αντιπαθώ. Έτσι, ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι, σκεπάζομαι με την κουβέρτα μέχρι το πηγούνι και τεντώνω τα πόδια μου προσέχοντας μην ξεμυτήσουν τα δάχτυλα κάτω από αυτήν. Ακριβώς στις 4 τα ξημερώματα πετάγομαι από το κρεβάτι σε μια μάταιη αναζήτηση ρολογιών με δείκτες. Μολονότι γνωρίζω ότι δεν διαθέτω κανένα ρολόι από την προηγούμενη χιλιετία, μπαίνω στη διαδικασία της αναζήτησης με την ελπίδα ότι θα βρω έστω και ένα ξεχαρβαλωμένο για να το κουρδίσω ώστε να δείχνει τη "σωστή" ώρα. Προφανώς χρειάζομαι αυτή την ενσυνείδητη κίνηση του κουρδίσματος, με την επαφή των δακτύλων στο κρύο μέταλλο και τον ήχο που κάνει ο χρόνος γυρνώντας μια ώρα πίσω. Χρειάζομαι τη σωματικότητα της εμπειρίας ενός μη απτού πράγματος, όπως η χειμερινή ώρα. Όμως, όλα αυτά δεν καταλήγουν πουθενά. Η δράση είναι ανώφελη μπροστά στον τεχνολογικό προγραμματισμό. Ταμπλέτα, κινητό και υπολογιστής έχουν πραγματοποιήσει ήδη αυτό που έγω ψάχνω να κάνω στα σκοτεινά, ξυπόλητος, με την αφή. Είναι πάλι ώρα για ύπνο. Επιστρέφω στο κρεβάτι νικημένος. Κλείνω τα μάτια σε μια απόπειρα να παραδωθώ στον ύπνο άνευ όρων. Αμ δε. Με κυνηγάει η ώρα η παλιά, μου ψιθυρίζει ότι υπάρχει ένα ρολόι στο σπίτι που δεν έχει συμβαδίσει ακόμα με τον νέο χρόνο που τα υπόλοιπα γκάτζετ μου ήδη υποδέχτηκαν. Εκεί που σπάω το μυαλό μου να σκεφτώ που μπορεί να κρύβεται αυτό το καθυστερημένο ρολόι χτυπάει το τηλέφωνο. Το σταθερό. Και φυσικά δεν τολμώ να το σηκώσω. Γιατί φοβάμαι ότι θα ακούσω μια φωνή που θα μου αποκαλύπτει το μέρος όπου κρύβεται το ρολόι, οι δείκτες του οποίου ακόμα να δείξουν, εεμ... 3 και τέταρτο. Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει, η καρδιά μου έχει αρχίσει και αυτή να πάλλεται πιο δυνατά, η ησυχία της νύχτας έχει διακοπεί και όλοι οι δείκτες όλων των ρολογιών όλου του κόσμου περνούν από μπροστά μου σαν σε στρατιωτική παρέλαση με ακρίβεια βορειοκορεατικού βηματισμού. Δεν υπάρχει ελπίδα, το ξέρω. Θα υπομείνω την παρέλαση και όταν τελειώσει θα έχει ολοκληρωθεί μέσα μου και η αλλαγή της ώρας. Έτσι του χρόνου, τέτοια μέρα θα είμαι ίσως πιο κοντά στην αποδοχή της αλλαγής, χωρίς περιττή δράση και ανώφελες αναμετρήσεις με τον χρόνο: θα μείνω εκεί ακίνητος κοιτάζοντας σταθερά την οθόνη του κινητού μου και όταν πλησιάζει η ώρα της αλλαγής, θα κλείσω απλά τα μάτια μου για να μη δω να συντελείται η αλλαγή. Γιατί περισσότερο από την αλλαγή της ίδιας της ώρας φοβάμαι την ώρα που συντελείται η αλλαγή της.