Tuesday, January 10, 2012

Μπες βγες

Η πείνα και η δίψα με αναγκάζουν να μπαίνω στην κουζίνα τουλάχιστον 8 φορές το πρωί. Ανοίγω ένα ντουλάπι, συνήθως κάνω λάθος γιατί πέφτω σε αυτό με τα ποτήρια, το κλείνω αμέσως, ανοίγω το δίπλα και ψαχουλεύω για κάνα φαγώσιμο. Τρώω ό,τι βρω, ξηρούς καρπούς, λίγη σοκολάτα, δαγκώνω και λίγο παστέλι, και μετά σκέφτομαι τι θα μαγειρέψω σήμερα για να φάω. Διψάω, ανοίγω το ντουλάπι, κατά λάθος το σωστό με τα ποτήρια, βάζω νερό, πίνω, αφήνω το ποτήρι δίπλα στο νεροχύτη και πάω στο σαλόνι. 
Ανάβω ένα τσιγάρο. Έχω αφήσει την καφετιέρα στο μάτι, την ακούω που σφυρίζει - έτοιμος ο καφές - και επιστρέφω στην κουζίνα. Σβήνω το μάτι, αποσύρω την καφετιέρα και την αφήνω να ξεθυμάνει πάνω στο ξύλο κοπής λαχανικών. Ανοίγω το ντουλάπι για να πάρω μια φλυτζάνα, λάθος ντουλάπι αλλά δεν πειράζει, από αυτό θα χρειαστώ τη ζάχαρη, παίρνω το βαζάκι της ζάχαρης, κλείνω το ντουλάπι, ανοίγω το διπλανό, δεν είναι μέσα η αγαπημένη μου φλυτζάνα, το κλείνω, κοιτάζω στο νεροχύτη, είναι άπλυτη.
Χτυπάει το κινητό μου, είναι μάλλον στο υπνοδωμάτιο, πάω προς τα εκεί αλλά στην πορεία αλλάζω κατεύθυνση, ο ήχος έρχεται από το σαλόνι. Το έχω αφήσει και φορτίζει. Απαντώ στο τηλέφωνο, όχι με πολύ όρεξη, θέλω τον καφέ μου τώρα αλλά δεν μπορώ και να διακόψω την κουβέντα που έχω, είναι το πρόσωπο. Ζητώ να περιμένει λίγο για να πάω στην κουζίνα και να βάλω λίγο καφέ, μου λέει αφού σε πήρα στο κινητό γιατί να περιμένω, εξηγώ ότι φορτίζω το κινητό και δεν πρέπει να το βγάλω από την πρίζα. Καλά, μου λέει και πάω βιαστικά στην κουζίνα. Καφές, μια κοφτή ζάχαρη και λίγο γάλα, και η πρώτη γουλιά κατέβηκε πριν ξαναπιάσω το τηλέφωνο.
Το έχει κλείσει. Το πρόσωπο δεν μπορεί να περιμένει. Παίρνω πίσω εγώ και δεν απαντάει. Ώρα για το δεύτερο τσιγάρο της ημέρας. 
Ως τώρα έχω καπνίσει τέσσερα και δεν έχω λάβει κανένα μήνυμα ή κλήση. Σηκώνομαι και πάω στην κουζίνα. Δεν έχω καμιά δουλειά εδώ αυτή τη φορά, ούτε πεινάω ούτε διψάω. Πάω τουαλέτα. Έφτασε η ώρα. Κάθομαι στη λεκάνη και παίρνω την πρώτη βαθιά ανάσα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Αδύνατον να μετακινηθώ. Οποιοσδήποτε ελιγμός τώρα θα μπορούσε να αποδειχθεί ολέθριος. Υπομένω τον επίμονο ήχο κλήσης του κινητού. Μετά τα τρία πρώτα χτυπήματα ο ήχος του γίνεται ανυπόφορος. Πρέπει να τον αλλάξω. Προσπαθώ να μην αποσπάται η προσοχή μου από αυτό που πήγα να κάνω στην τουαλέτα. Μάταια. Το κινητό δεν λέει να σωπάσει. Το έχω βάλει και στη δόνηση οπότε ακούγεται και ο χτύπος που κάνει πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι. Άλλη μια βαθιά ανάσα. Το κινητό σταμάτησε. Εγώ όμως όχι.
Τέλος καλό. Βγαίνω από την τουαλέτα, πάω στο σαλόνι, βλέπω την αναπάντητη κλήση, άγνωστο νούμερο. Περίεργο, θα ορκιζόμουν ότι ήταν το πρόσωπο. Πάω πάλι στην κουζίνα, τώρα έχω πεινάσει κάπως. Ανοίγω το ντουλάπι, όχι πάλι το λάθος ρε γαμώτο, το κλείνω αστραπιαία, ανοίγω το σωστό. Μμμ... Δεν βλέπω κάτι που να μου γεμίζει το μάτι, πάω στο ψυγείο, κοιτάζω, μμμ...εδώ κάτι γίνεται. Μαρμελάδα, βούτυρο, φρυγανιά, μμμ... Αυτά. Αλείφω την πρώτη φρυγανιά με βούτυρο, αλείφω και τη δεύτερη. Μετά βάζω και τη μαρμελάδα. Λογικό. Άλλοι άνθρωποι αλείφουν πρώτα τη μια φρυγανιά και με τα δύο συστατικά, την τρώνε και μετά περνάνε στη δεύτερη. Άλλοι πάλι αλείφουν το βούτυρο με ένα μαχαίρι και μετά παίρνουν άλλο για τη μαρμελάδα. Μια μικρή παραλλαγή στην τελευταία περίπτωση είναι η κατηγορία των ανθρώπων που θα πάρουν μικρό κουταλάκι για την επάλειψη της μαρμελάδας. Υπάρχουν πάμπολλες παραλλαγές, δεν θα επεκταθώ σε αυτές περισσότερο. 
Ντύνομαι, δηλαδή ξεντύνομαι αυτά που φοράω στο σπίτι και φοράω αυτά που φοράω έξω από αυτό. Φεύγω. Καλώ το ασανσέρ, ένα τελευταίο τσεκ αν τα πήρα όλα, έρχεται το ασανσέρ, ανοίγω την πόρτα, εισέρχομαι, πατάω το κουμπί ΙΣ και κατέρχομαι. Ξέχασα το κινητό να φορτίζει. Μεταξύ δεύτερου και τρίτου το αντιλήφθηκα. Φτάνω στο ισόγειο, πατάω 5, ανέρχομαι.
Από τη βιασύνη μου κλειδώνω άλλες δυο φορές αντί να ξεκλειδώσω, δηλαδή μετά ξεκλειδώνω 4 φορές, το οποίο κάνω μόνο όταν επιστρέφω μετά από κάποιο πολυήμερο ταξίδι. Εκείνη τη στιγμή κάνω την ίδια σκέψη με αυτή που μόλις είπα και θυμάμαι ότι το τελευταίο μεγάλο μου ταξίδι ήταν πέρυσι, περίπου ίδια μέρα με σήμερα. Περίπου ίδια μέρα με σήμερα θα πει πάνω κάτω τέτοια ημερομηνία, όχι περίπου Δευτέρα ή περίπου Πέμπτη, ας πούμε. Μπαίνω στο σπίτι, πάω κατευθείαν να πάρω το κινητό μου, έχω μια αναπάντητη κλήση. Το βάζω στην τσέπη, θα τη δω στο δρόμο. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει τι θα μαγειρέψω σήμερα, μακαρόνια μάλλον, έχω όμως μακαρόνια; Πάω στην κουζίνα να τσεκάρω, ανοίγω το ντουλάπι και, ως εκ θαύματος, έχω ένα πακέτο μακαρόνια νούμερο 6. Επίσης, ως εκ θαύματος, έχω ανοίξει το σωστό ντουλάπι με τα τρόφιμα. Δίπλα στα μακαρόνια υπάρχει μια έτοιμη σάλτσα που την είχα φέρει από το ταξίδι που θυμήθηκα προ ολίγου. Έχει λήξει. Δυσκολεύομαι να την πετάξω αν και ξέρω ότι δεν θα τη φάω και θα την αφήσω εκεί να πιάνει χώρο στο ντουλάπι. Δεν πειράζει, στο εξής θα μου θυμίζει ένα ταξίδι που έχει λήξει. Στέκομαι λίγο μπροστά στο βαζάκι με τη σάλτσα και ξαφνικά με πιάνει ένα παράπονο. Περιεργάζομαι το βαζάκι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά. Κι όμως, θυμάμαι ακριβώς το μέρος από το οποίο το αγόρασα, μαζί με άλλα πράγματα που πήρα, μέχρι και τον άνθρωπο στο ταμείο, ίσως άμα ζοριστώ λίγο ακόμα, θα θυμηθώ και πόσο έκανε. Πάνω κάτω. Άλλα δεν θυμάμαι, έχει περάσει καιρός από τότε, μπορεί να ήταν και στην αλλαγή της δραχμής σε ευρώ. Αυτό δεν γίνεται, πιο πριν είπα ότι το τελευταίο μου ταξίδι ήταν πέρυσι, απλά έχω την αίσθηση ότι έχει περάσει μια δεκαετία. Ξαφνικά, η λέξη δεκαετία μου φαίνεται ασήκωτη και νιώθω να ξεκινά ο πονοκέφαλος που μας πιάνει καμιά φορά το πρωί και κρατάει ως αργά το βράδυ.
Βγαίνω από το σπίτι, κλειδώνω 2 φορές. Όχι, κλειδώνω 4.

No comments: