Tuesday, May 31, 2011

Ανεπίδοτα (VII)

Για να μη νομίσεις ότι σε ξέχασα
θα είμαι τελείως σιωπηλός μα θα σου γνέφω
θα βλέπω το πρόσωπό σου χωρίς να του μιλάω 
αλλά θα καρφώνω το βλέμμα μου στα χείλη
στο λέω
από την άκρη τους ως κάτω στο πηγούνι 
μέχρι τη μικρή περιοχή ως τα ρουθούνια 
και θα παραμένω ακίνητος 
σχεδόν χωρίς ανάσα 
σχεδόν χωρίς καθόλου ήχο 
μόλις που θα καταλαβαίνεις ότι στέκομαι δίπλα σου
και θα σε ακούω χωρίς να λέω τίποτα
ούτε καν ψιθυριστά δίχως ούτε ένα επιφώνημα 
τώρα πια χωρίς καμιά σύσπαση του προσώπου μου
το οποίο μάλιστα σκέφτομαι να καλύψω στη συνέχεια
ίσως με τις παλάμες μου ίσως με κάποιο ύφασμα 
ουδέτερου χρώματος και υφής
για να μην παραπέμπει σε τίποτα γνωστό
σε τίποτα οικείο
ή ήδη βιωμένο
έτσι, για να μη νομίσεις ότι σε ξέχασα.

Sunday, May 29, 2011

Un poema de Fina García Marruz (Cuba)

Cuando el tiempo ya es ido, uno retorna
como a la casa de la infancia, a algunos
días, rostros, sucesos que supieron
recorrer el camino de nuestro corazón.

Vuelven de nuevo los cansados pasos
cada vez más sencillos y más lentos,
al mismo día, el mismo amigo, el mismo
viejo sol. Y queremos contar la maravilla
ciega para los otros, a nuestros ojos clara,
en donde la memoria ha detenido
como un pintor, un gesto de la mano,
una sonrisa, un modo breve de saludar.

Pues poco a poco el mundo se vuelve impenetrable,
los ojos no comprenden, la mano ya no toca
el alimento innombrable, lo real.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 

Ένα ποίημα της Φίνα Γκαρσία Μαρρούς (Κούβα)  
 
Σαν φύγει πια ο καιρός, κάποιος γυρνάει
όπως στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας, σε κάποιες
μέρες, πρόσωπα, συμβάντα που ξέραν
να διαβούν το δρόμο της καρδιάς μας.

Πάλι επιστρέφουν τα βήματα κουρασμένα
όλο και πιο απλά όλο και πιο αργά,
στην ίδια μέρα, τον ίδιο φίλο, τον ίδιο
γέρο ήλιο. Και θέλουμε να πούμε για το θαύμα
τυφλό για τους άλλους, καθαρό στα δικά μας μάτια
όπου η μνήμη έχει συγκρατήσει
σαν τον ζωγράφο, μια χειρονομία
ένα χαμόγελο, ένα κοφτό χαιρετισμό.

Έτσι ο κόσμος σιγά σιγά γίνεται αδιαπέραστος
τα μάτια δεν καταλαβαίνουν, το χέρι πια δεν αγγίζει
την ακατανόμαστη τροφή, το πραγματικό.

Thursday, May 12, 2011

Ανεπίδοτα (VΙ)


Ακόμα δεν χωράς σε καμία από τις λέξεις που ξέρω
κι όμως, όταν σ' αγκαλιάζω στο νου μου ανεβαίνουν
ένα σωρό κοσμητικά επίθετα που δεν σου λέω
γιατί απλά δεν έχουν να κοσμήσουν τίποτα άλλο  
αφού τα μάτια σου είναι ήδη δυο λαδοπράσινοι ολιβίνες
τα χείλη σου είναι ήδη δυο γρανάτες ροδολίτες
και η γλώσσα σου αιχμηρός αδάμας.
Άρα, οι λέξεις που ήξερα ως τώρα
απέχουν από την καθιερωμένη εργασία τους
κι εγώ ή πρέπει να μάθω τώρα νέες
ή να μη μάθω καμία άλλη από δω και πέρα
για να μπορώ να συνεννοούμαι με σένα.

Monday, May 2, 2011

Ανεπίδοτα (V)

Εξαιτίας σου δεν βλέπω πια κανέναν
όχι γιατί δεν έχω χρόνο
ή επειδή έχει ακριβύνει η βενζίνη
αλλά να
τα μάτια σου εμφανίζονται κάθε φορά στα μάτια των άλλων
επικαλύπτουν κατ' ουσίαν τα μάτια των άλλων
και δεν βλέπω πια κανέναν
εξαιτίας σου.