Monday, March 26, 2012

Νέα ανεπίδοτα (ΙΙΙ)

Δεν είναι ο χρόνος που μεσολάβησε με σένα που σκέφτομαι αλλά ο χρόνος που μεσολαβεί χωρίς. Σκέφτομαι για παράδειγμα ότι από τη στιγμή που βγαίνω από την πόρτα σου και αυτή κλείνει πίσω μου, αρχίζει αυτός ο χρόνος χωρίς κατά τη διάρκεια του οποίου μαθαίνω να κυκλοφορώ με εσένα χωρίς, να μιλάω με εσένα χωρίς, να τρώω με εσένα χωρίς και ούτω καθεξής. Αυτό φυσικά ενέχει τον κίνδυνο να με περάσουν για τρελό, ιδίως αν όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα σε δημόσιο χώρο, και δεν με προβληματίζει τόσο το να με περάσουν για τρελό όσο το να με περάσουν για κάτι που δεν ισχύει. Κάθομαι για παράδειγμα σε ένα καφέ και πριν παραγγείλω έρχεται πρώτα το ποτήρι με το νερό και είμαι έτοιμος να ζητήσω από τη σερβιτόρα ένα δεύτερο ποτήρι νερό, όχι γιατί διψάω τόσο πολύ - το οποίο είναι αλήθεια - αλλά γιατί αισθάνομαι ότι εσύ κάθεσαι απέναντί μου, το οποίο είναι επίσης αληθές, στο μέτρο που αυτό που αισθάνομαι πηγάζει από εκεί που πηγάζει και η αλήθεια. Παραγγέλνω ένα καφέ και μόνο έναν, πράττω δηλαδή σωστά, και σε ελάχιστα λεπτά καταφτάνει ο καφές μου που αν και τον πίνω γλυκό τώρα μου φαίνεται σκέτος. Ανάβω ένα τσιγάρο προσέχοντας να φυσάω αλλού τον καπνό για να μην σε ενοχλεί, που ούτως ή άλλως δεν σε ενοχλεί, αυτή τη φορά όχι επειδή δεν είσαι εκεί - το οποίο ισχύει - αλλά επειδή δεν σε ενοχλεί ούτως ή άλλως και σηκώνομαι έπειτα από λίγο για να πάω τουαλέτα. Τότε είμαι έτοιμος να σου πω έχε το νου σου στο κινητό μου αλλά την τελευταία στιγμή πριν το εκστομίσω δεν στο λέω γιατί έχω το κινητό μου στην τσέπη επειδή ακριβώς δεν είσαι εκεί για να σου ζητήσω να έχεις το νου σου. Με άλλα λόγια, δεν έχω εγκαταλείψει τελείως την πραγματικότητα, προφανώς διότι ένα μικρό, εύθραστο νήμα με κρατάει ακόμα δεμένο μαζί της. Επιστρέφοντας, σου ρίχνω μια ματιά όλο νόημα που λένε, μόνο που το νόημα εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τίποτα, αφού η απουσία σου δεν προλαβαίνει να νοηματοδοτήσει τη ματιά μου, η οποία αποσύρεται ευθύς μόλις χτυπήσει στην απέναντι άδεια καρέκλα. Χαμογελώ, είναι αναπόφευκτο, και καλώ την σερβιτόρα για να πληρώσω. Άσε, θα κεράσω εγώ, λέω ευτυχώς από μέσα μου, καθώς κάνεις την κίνηση που φαντάζομαι ότι πας να κάνεις, πληρώνω τον καφέ και σηκώνομαι να φύγω, σφίγγοντας και λίγο την αριστερή μου παλάμη με την αίσθηση ότι κρατώ εκεί τη δεξιά δική σου. Τέλος, αναχωρώ για το σπίτι μου με την ελπίδα ότι δεν θα περάσεις την πόρτα μου γιατί μετά, το μικρό, εύθραστο νήμα που με κρατάει ακόμα δεμένο με την πραγματικότητα τεντώνεται επικίνδυνα και το τελευταίο που θα' θελα να πάθω είναι να αποκοπώ τελείως από αυτήν. Διότι, τότε, δεν θα με προβλημάτιζε τόσο το να με περάσουν για τρελό όσο το να μην έχουν άδικο όσοι το σκέφτηκαν, εφόσον φυσικά θα ήμουν σε θέση να αντιληφθώ την περί δικαίου και αδίκου διαφορά, η οποία είναι δύσκολο να οριστεί ακόμη και από μη διαταραγμένα άτομα, εφόσον φυσικά αποδεχθεί κανείς ότι υπάρχουν τέτοια άτομα ακόμα.

No comments: