Tuesday, November 6, 2007

Η χώρα του αποχαυνωτικού κλίματος

Στη Ναντίνια η θερμοκρασία δεν πέφτει ποτέ κάτω από τους 37 βαθμούς Κελσίου. Οι κάτοικοί της τρέφονται αποκλειστικά με φρούτα κατά τη διάρκεια της μέρας και μόνο όταν πέσει ο ήλιος μαγειρεύουν ένα ελαφρύ γεύμα, χωρίς πολλά λιπαρά. Κυκλοφορούν πάντα με το σώμα και το κεφάλι (ιδίως) καλυμμένο, άντρες-γυναίκες, και τα παιδιά υποχρεωτικά μετά την ηλικία των 7 ετών. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύονται από την ανελέητη ηλιακή ακτινοβολία και διατηρούν λευκή την επιδερμίδα τους, ή έστω ελαφρά μπεζ.
Οι μετακινήσεις τους γίνονται αργά. Ποτέ δεν δίνουν ραντεβού στις 7 ακριβώς, στις 9 ακριβώς κτλ. αλλά πάντα στις 7 και κάτι, 9 και κάτι κτλ, διότι κανείς δεν φτάνει στο συμφωνημένο μέρος εγκαίρως. Στην εργασία τους δεν έχουν ωράριο. Ο καθένας εμφανίζεται στο γραφείο ή το κατάστημά του όταν έχει καταφέρει να διανύσει την απόσταση που χωρίζει το μέρος στο οποίο διανυκτέρευσε το προηγούμενο βράδυ μέχρι τον τόπο εργασίας του. Η χρονική διάρκεια κάλυψης της απόστασης αυτής ισοδυναμεί με αυτό που στον Δυτικό κόσμο αποκαλείται ελεύθερος χρόνος.
Μιλάνε λίγο μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται τόσο στην εγγενή τους τάση να επικοινωνούν με το βλέμμα ή τα περαστικά πουλιά όσο και με μια ιδιαίτερη συνθήκη που έχουν θεσπίσει για τη μεταξύ τους επικοινωνία, η οποία μέχρι σήμερα τηρείται από όλους στο ακέραιο. Συγκεκριμένα, απαγορεύται να μιλήσουν εφόσον έχουν καταναλώσει νερό μισή ώρα πριν ο συνομίλητής τους τους απευθύνει κάποια ερώτηση. Μετά την παρέλευση αυτού του χρονικού διαστήματος επιτρέπεται να μιλήσουν. Έτσι, αν πας στο μανάβη και τον ρωτήσεις για παράδειγμα αν έχει κεράσια θα λάβεις απάντηση μόνο αν αυτός έχει πιει νερό τουλάχιστον κατά τα τελευταία 31 λεπτά της ώρας. Αν υπολείπονται κάποια λεπτά για τη συμπλήρωση του μισάωρου θα πρέπει να περιμένεις, ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι σε αυτό το μέρος δεν ευδοκιμούν τα κεράσια και άρα δεν τα εμπορεύονται (το πιο πιθανό είναι να μην υπάρχει καν λέξη για αυτά αλλά και πάλι, η απάντηση θα έρθει μόνο τηρουμένων των όρων που προαναφέρθηκαν).
Τη νύχτα είναι αλλιώς. Το ύφασμα που κάλυπτε μέχρι προ ολίγου το κεφάλι αφαιρείται και αποκαλύπτεται σιγά σιγά το πρόσωπο του διπλανού σου. Έτσι, αν έχεις ανέβει σε ένα λεωφορείο πριν τη δύση του ήλιου και διανύσεις μια απόσταση μέχρι να νυχτώσει για τα καλά, όταν θα φτάσεις στον προορισμό σου θα έχεις καταλάβει αν ο συνεπιβάτης σου στο διπλανό κάθισμα είναι άντρας ή γυναίκα, νέος ή γέρος, όμορφος ή άσχημος. Γενικά, κατά τη διάρκεια της μέρας αυτές οι απορίες δεν απασχολούν κανένα, εκτός ίσως από τους τυφλούς, οι οποίοι μη βλέποντας, θέτουν αυτά τα ερωτήματα σιωπηλά στον εαυτό τους γιατί τους κρατούν σε εγρήγορση. Επίσης, τα κρεβάτια τους είναι υπέρδιπλα, όχι επειδή χρειάζονται περισσότερο χώρο λόγω ζέστης εάν τα μοιράζονται και με άλλα άτομα (το οποίο ισχύει) αλλά γιατί πιστεύουν ακράδαντα ότι όσο μεγαλύτερη η επιφάνεια πάνω στην οποία ξαπλώνει ένα ανθρώπινο σώμα, τόσο ευκολότερα απλώνονται και τα όνειρά τους σε αυτή.
Τα όνειρα είναι ιερά. Τα όνειρα θερινής νυχτός, ιερότερα. Η πίστη τους σε αυτά τροφοδοτεί όλες τις δοξασίες και ενδεχομένως τις τιμωρίες που τα συνοδεύουν. Αν μια γυναίκα ονειρευτεί έναν άντρα, διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο είναι παντρεμένη υποχρεούται να κυκλοφορήσει την επόμενη μέρα στο δρόμο χωρίς να έχει καλυμμένο το κεφάλι της. Το ίδιο ισχύει και για τους παντρεμένους άντρες. Αυτό εξηγεί την ύπαρξη κάποιων γυναικών και ανδρών πιο μελαχρινών από κάποιους άλλους. Και ταυτόχρονα λύνει την απορία που ενδέχεται να δημιουργηθεί σε κάποιον από τη θέαση αυτών των ατόμων καταμεσήμερο, ενώ όλοι περιφέρονται στο δρόμο σκεπασμένοι με τα σεντόνια.
Το πρώτο Σάββατο και την τελευταία Τετάρτη κάθε μήνα γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου. Δεν ακολουθούν κάποιο ιδιαίτερο τελετουργικό για το συγκεκριμένο γεγονός πέραν του ότι μαζεύονται παρέες στα σπίτια, στις ταβέρνες ή απλά στις πλατείες και ακριβώς στη δύση του ηλίου φωνάζουν όλοι μαζί δυνατά, ξουτ! Μετά συνεχίζουν κανονικά τις ασχολίες τους, ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονται με τη νυχτερινή περίοδο.
Κάθε μέρα που περνάει είναι για αυτούς η ίδια, κι όμως δεν βρέθηκε κανείς ακόμη να πει βαριέμαι. Σηκώνονται το πρωί, λένε μια ξερή καλημέρα, τρώνε μια μπανάνα και πίνουν νερό. Περνάει μισή ώρα και μετά μπορούν να μιλήσουν. Αν δεν τους ρωτήσει κανείς τίποτα πίνουν λίγο νερό ακόμα. Περνάει πάλι μισή ώρα χωρίς να πουν τίποτα. Στο μεταξύ, όσοι έχουν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους έγιναν στο κρίσιμο διάστημα κρατούν κάποιες σημειώσεις για να μην παραλείψουν να δώσουν κάποια απάντηση εκεί που οφείλουν. Σε αυτό είναι ιδιαίτερα επιμελείς. Όταν τελειώσει το παιχνίδι των ερωταποκρίσεων που μπορεί να κρατήσει τόσες ώρες όσες και ένα συνηθισμένο ωράριο εργασίας επιστρέφουν αργά (με αργό βηματισμό δηλαδή και όχι κατ' ανάγκην αργά τη νύχτα ) στο σπίτι τους, όσοι έχουν. Όσοι δεν έχουν βολεύονται προσωρινά σε κάποιο υπέρδιπλο κρεβάτι, εφόσον φυσικά ρωτήσουν τον ιδιοκτήτη του ή, εν πάσει περιπτώσει, αυτόν που θα βρουν ξαπλωμένο σε αυτό. Αν ο τελευταίος έχει πιει νερό μέσα στο κρίσιμο μισάωρο δεν περιμένουν την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που υπολείπεται προκειμένου να λάβουν απάντηση. Φεύγουν, και ρωτάνε τον αμέσως επόμενο. Στην πρώτη θετική απάντηση που θα λάβουν εκεί και θα διανυκτερεύσουν.

No comments: