Saturday, October 4, 2008

Η πόλη του Βορρά

Ο Κάρτο και η Ντέλα ζουν σε μια παραθαλάσσια πόλη του Βορρά. Μεγαλώνουν σε διαφορετικές γειτονιές και δεν έχουν συναντηθεί μέχρι σήμερα. Είναι συνομήλικοι και έχουν τις ίδιες, περίπου, συνήθειες. Οι συνεχείς βροχές και η μόνιμη υγρασία του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν έχουν κάνει τους αραιούς επισκέπτες την πόλης αυτής να τους παρουμοιάζουν με αμφίβια. Κατά κάποιο τρόπο, η ζωή όλων κατοίκων εδώ είναι βουτηγμένη στο νερό. Ο ένας είναι ψαράς, ο άλλος ναυτικός, υπάρχουν κάμποσοι υδραυλικοί και υπάρχουν οι υπόλοιποι που βρέχονται στις ανοιχτές πληγές των προηγούμενων.

Ο Κάρτο πηγαίνει σχολείο και τα βράδια στα όνειρά του βλέπει τον εαυτό του στην ίδια πάντα ηλικία να πηγαίνει σχολείο. Και ξυπνάει αγχωμένος τη στιγμή που στο όνειρό του χτυπάει το κουδούνι που σημαίνει την έναρξη του μαθήματος ή τη λήξη του διαλείμματος – δεν έχει σημασία – και είναι κάθιδρος γιατί δεν του αρέσει το σχολείο, δεν του αρέσει, δεν του αρέσει, δεν του αρέσει. Κοιτάει έξω από το στενό παράθυρο του μικρού δωματίου του, που έχει την τύχη να μη μοιράζεται με άλλους, και όταν οι νύχτες είναι ασυννέφιαστες βλέπει μια λωρίδα έναστρου ουρανού που του είναι αρκετή για να αναθαρρέψει και να κάνει την ακόλουθη σκέψη: ...αν το σχολείο συνεχίζεται για πάντα προτιμώ να το σκάσω για κάποιο μακρινό μέρος, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον εκεί θα πάψει να εμφανίζεται κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης. Παρασύρεται μέσα στη σκέψη αυτή, τόσο που πιστεύει ότι γλιστράει στην επιφάνεια κάποιου λαμπερού αστεριού που κοιτάζει επίμονα.

Η Ντέλα, σε μια άλλη γειτονιά της ίδιας πόλης, μόλις που προλαβαίνει να ρίξει μια ματιά στον ίδιο ουρανό τα βράδια. Πηγαίνει και αυτή σχολείο, σε διαφορετικό όμως, και έχει να φροντίζει κι άλλους ανθρώπους σε ένα σπίτι δίχως γονείς. Ο μοναδικός χρόνος που περνάει μόνη είναι όποτε επιστρέφει από το σχολείο στο σπίτι. Είναι η ώρα που απολαμβάνει περισσότερο, να περπατάει κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, να κοιτάζει την απέραντη θάλασσα που νιώθει ότι είναι και η μόνη με την οποία μπορούν να πουν μαζί ένα τραγούδι. Εύχεται να μπορεί να πηγαίνει πάντα σχολείο για να έχει τη δυνατότητα να κάνει αυτή τη διαδρομή. Περπατάει ανάλαφρα και δεν βιάζεται να γυρίσει στο σπίτι, κυρίως δεν σκέφτεται ότι πρέπει να πάει στο σπίτι, να επιστρέψει στο σπίτι, στο σπίτι, το σπίτι για λίγο απουσιάζει. Όλες οι ώρες είναι ίδιες, με μοναδική εξαίρεση αυτή την ώρα, τώρα, που η θάλασσα είναι δίπλα της και οι σκέψεις της την ακολουθούν το ίδιο ελαφρές, σαν τα ανάλαφρα βήματά της. Όταν όμως διασχίσει το δρόμο για να στρίψει στη γωνία των οδών Κόντεγκαρτ και Ούσβιχ για να ανηφορίσει προς το σπίτι της, οι σκέψεις της την αποχαιρετάνε, μένουν πίσω, λίγο πριν τη στροφή του δρόμου κι εκείνη αρχίζει να βαδίζει πλέον με πιο γοργό ρυθμό, αποφεύγοντας να λοξοδρομεί ή να χαζεύει βιτρίνες γιατί θα αργήσει.

Καμιά φορά όταν ο Κάρτο γλιστράει με κάποιο αστέρι που πέφτει, ένα δάκρυ βρέχει το μάγουλο της Ντέλα που είναι βυθισμένη σε ένα ύπνο δίχως όνειρα.

No comments: