Wednesday, August 1, 2007

Πείνα

Έκατσε με το ιδρωμένο πουκάμισο στο τραπέζι που έβλεπε στη θάλασσα και από το πιάτο που βρέθηκε μπροστά του έπιασε με τα βρώμικα χέρια του μια φέτα φρέσκο ψωμί και τη λαχταριστή μπριζόλα που ευωδίαζε ξύδι και ρίγανη. Με μια απότομη κίνηση καταβρόχθισε το κομμάτι του κρέατος πετώντας το κόκκαλο στο χώμα ενώ αμέσως μετά δάγκωσε με μανία το ψωμί, σαν να του είχε φταίξει σε κάτι. Με τα ίδια βρώμικα χέρια έπιασε μετά το κρύο μπουκάλι μπύρας που επίσης βρισκόταν δίπλα του και την ήπιε όλη μονοκοπανιά. Το τεράστιο λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε σε κάθε γουλιά που κατάπινε και η παλινδρόμηση της κίνησης αυτής προκαλούσε ίλιγγο σε όποιον τύχαινε να τον παρακολουθεί. Οι σταγόνες του ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του και αναμειγνύονταν με τη σκόνη που είχε κολλήσει σε όλο του το πρόσωπο, δημιουργώντας καφεκόκκινα αυλάκια κατά μήκος αυτού, σαν να επρόκειτο για ανάγλυφο χάρτη με τις αποστάσεις που είχε διανύσει από τα ξημερώματα που ήταν στο πόδι. Ρεύτηκε και χαμογέλασε ευτυχισμένος. Μετά σηκώθηκε όρθιος και ανασήκωσε το μισοξεκούμπωτο παντελόνι του από το οποίο φαινόταν η σχισμή του κώλου του μόλις έσκυβε, προσπάθησε δε να ζώσει το ανοιχτό του πουκάμισο, ανεπιτυχώς. Φεύγοντας έριξε ένα βλέμμα στο τραπέζι μας που δεν ήταν ούτε απαξιωτικό ούτε φιλικό. Ήταν ένα βλέμμα. Χωρίς να μας βλέπει ενδεχομένως. Απλά μας προσπέρασε όπως θα προσπερνούσε ένα βράχο ή κάποιο άλλο εμπόδιο στο δρόμο του. Περπατούσε αργά αλλά όχι βαριεστημένα και σε κάθε του βήμα η βρώμικη σαγιονάρα σήκωνε ένα μικρό σύνεφο σκόνης.
Μέσα σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από το οπτικό μας πεδίο και ο ήλιος έριχνε τώρα τις καυτές ακτίνες του μέσα από τα κενά που δημιουργούσε η κληματαριά πάνω από τα κεφάλια μας με αποτέλεσμα να πρέπει να μετακινηθούμε όλοι γιατί κανείς δεν βολευόταν με τόση ζέστη και τον ήλιο φάτσα και όλοι ενοχλούνταν, επιδεικνύοντας έντονη δυσαρέσκεια και δυσφορία, ενώ ο ταβερνιάρης δεν εμφανιζόταν για να ζητήσουμε λογαριασμό και να φύγουμε προς την καβάτζα στα δέντρα για λίγη δροσιά και ύπνο.
Σε ελάχιστα λεπτά, δύο άτομα από την παρέα είχαν ήδη λογομαχήσει για ασήμαντη αφορμή, μια κοπέλα έκανε μούτρα στο αγόρι της χωρίς να ξέρει κανείς το γιατί, ένας άλλος πήγαινε τουαλέτα, μια κοπέλα έψαχνε τον ταβερνιάρη για το λογαριασμό, ένας άλλος έστελνε μήνυμα με το κινητό, εγώ διαμαρτυρόμουν γιατί είχαμε αφήσει τα περισσότερα πιάτα γεμάτα ενώ επέμενα να μην παραγγείλουμε τόσα πολλά και μια κοπέλα δίπλα μου καθόταν αμίλητη.
Δεν ξαναπήγαμε διακοπές όλοι αυτοί μαζί.

2 comments:

Anonymous said...

Είναι η απτή απόδειξη του πόσο διαφέρει η προσμονή του ονείρου απο την ψυχρή πραγματικότητα

soyunabroma said...

Ή αλλιώς του πώς ζούμε την πραγματικότητα, μέσα ή έξω από αυτήν.