Friday, December 7, 2007

Το καλσονέτο

Το’ ξερα πως θα σε πέταγε το δείλι

– κλειδί εσύ του ονειρεμένου κόσμου –

δειλά, σαν ταχά να ξεσκέπαζε το χείλι

όχι του νου μα του ανόητου ενός μου.


Κόγχη το μάτι που επιμένει να σουρώνει

πάνω στον τοίχο την ταχύτητα της κούρσας

όστρακο που με μιας τη φούστα του ξαπλώνει

πότε αντικρυστά στην έκταση της ούσας.


Κι αν δυνατόν να αδυνατεί η μέρα με τη νύχτα

Μη με κοιτάς λοξά, μωρέ! Σαν να’βρισα τα θεία!

Κιτρίνιζε το κίτρινο με το παχύ το ήτα

και μαύριζε το κατάμαυρο σαν περασμένες μια.


Σίμωνε, τότε, τέλειωνε με το διάρμισμά σου

να μη σε βρει ακόλουθο του πρέσβη η νοτίτσια.

Σάματις ,θα το πει κανείς στην αρχοαφεντιά σου;

"Για δες, δεν έπρεπε να λάβεις ίδια δα ετούτη τη μαλίτσια".


Και πάει το δείλι, αχ! και το όνειρο κλειδώνει

ενός λεπτού σιγά δεν φτάνει ούτε για αστείο

ούτε προσάναμμα κρατά να αρχίσει να πυρώνει

Βέβαιον, πια, πως στον καιρό δεν έμεινε στοιχείο.

1 comment:

YO!Reeka's said...

μπράβο μπράβο, έκτακτο, έκτακτο!!!